Η Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά ἔχει ἠρεμία, προσοχή, ἀφοσίωση,
ἔμπνευση (κατά τόν π. Σωφρόνιο τοῦ Essex). Κυρίως γιά τό λειτουργό ἱερέα.
Γι’ αὐτό χρειάζεται περιβάλλον πού δέν θά τόν διασπᾶ:
μάζεμα λογισμῶν ἀλλά καί σέ ἀναγκαῖες ὧρες ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στό ἱερό.
Τότε ἔρχεται καί μένει ὡς ἠρεμία, ἀνάπαυση.
Σχόλιο στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς Ε΄ Ματθαίου
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Δέν εἶναι οἱ δαιμονιζόμενοι μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Δέν θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός τούς δύο δαιμονιζόμενους στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν μόνο.
Τό Εὐαγγέλιο, ὡς διαχρονικό, μιλᾶ καί σήμερα «εἰς ὦτα ἀκουόντων», καθώς τό Πνεῦμα τό ἅγιο θά ἔλθει ὡς φῶς γιά νά φωτίσει τό σκοτάδι τῆς αὐταρέσκειάς μας.
Οἱ δύο δαιμονιζόμενοι, ὡς «χαλεποί λίαν», δυσκολεύονταν καί δυσκόλευαν. Ἀπομακρυσμένοι ἀπό τούς ἀνθρώπους, «ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι», κανείς δέν τούς πλησίαζε. Μόνοι, χωρίς σχέση, ζοῦσαν τήν κόλαση.
Ὅταν ὁ ἑαυτός μας ἐκπέμπει «τοξική ἐνέργεια», μιζέρια καί κακομοιριά, οἱ ἄλλοι ἀπομακρύνονται, γιατί κανένας δέν θέλει νά ζεῖ μέ τέτοιους ἀνθρώπους. Οἱ δύσκολοι ἄνθρωποι, πού συνέχεια μεμψιμοιροῦν καί ἀπαιτοῦν, πού ζητοῦν οἱ ἄλλοι νά κάνουν τά θελήματά τους, πού δέν ἀναγνωρίζουν τήν προσωπική τους ἀναπηρία, γι’ αὐτό καί δέν προσπαθοῦν ν’ ἀλλάξουν, δέν ἔχουν ἐλπίδα.
Ὅσοι, ὅμως, ὅσο δύσκολο καί νά εἶναι, θέλουν ν’ ἀλλάξουν, τότε ἀρχίζει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ νά τούς ἐνισχύει νά ἀλλάζουν.
Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά διαλύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου, νά ἐλευθερώσει, ὅσους θέλουν, ἀπό τίς δεσμεύσεις του καί νά χαρίσει χαρά καί ἐλευθερία. Γιατί, πράγματι, ὁ κάθε δαιμονισμένος δέν ἔχει οὔτε χαρά οὔτε ἐλευθερία. Ὅπως καί ὅσοι εἶναι κοντά του.
Δέν εἶναι κρῖμα νά χάνουμε τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, πού ὁ Κύριος μᾶς χάρισε γιά νά τά ζήσουμε στήν πληρότητά τους, μαζί μέ τούς συνανθρώπους μας, νά τ’ ἀφήνουμε στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί νά ταλαιπωρούμαστε;
Πλησιάζοντας τόν Χριστό, μέ τήν προσευχή καί τά μυστήρια, ἀλλάζουμε καί μεταβαίνουμε ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς.