Η Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά ἔχει ἠρεμία, προσοχή, ἀφοσίωση,
ἔμπνευση (κατά τόν π. Σωφρόνιο τοῦ Essex). Κυρίως γιά τό λειτουργό ἱερέα.
Γι’ αὐτό χρειάζεται περιβάλλον πού δέν θά τόν διασπᾶ:
μάζεμα λογισμῶν ἀλλά καί σέ ἀναγκαῖες ὧρες ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στό ἱερό.
Τότε ἔρχεται καί μένει ὡς ἠρεμία, ἀνάπαυση.
«Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ»
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ποιός, στήν πορεία τῆς ζωῆς, δέν βρέθηκε σέ ὁριακή κατάσταση, ὥστε νά ζητήσει μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Ὡς νά πνίγεται, νά χάνεται, καί ἐκπέμπει S.O.S. εἴτε γιά τόν ἑαυτό του εἴτε γιά ἀγαπημένο του πρόσωπο.
Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας πού ζητᾶ ἀπό τόν μόνο δυνάμενο νά ἐπέμβει, ὡς ἡ τελευταία ἐλπίδα. Γι’ αὐτό καί ἀκολουθεῖ ἡ ἐνίσχυση τῆς ἐμπιστοσύνης - πίστης μας στόν Θεόν ἤ τῆς ἀμφιβολίας - ἀπιστίας μας.
Ὡστόσο, ἡ προσευχή αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ μόνος τρόπος σχέσης μας μαζί Του. Δέν εἶναι σχέση, ὅταν ἐπικοινωνοῦμε μόνο, ὅταν τόν χρειαζόμαστε...
Ἡ προσευχή ὡς σχέση ἔχει τήν ὀμορφιά, τή χαρά της, ἀλλά καί τήν περιπέτειά της. Ἐκεῖ πού λές: «Τόν βρῆκα», Τόν χάνεις· κι ἐκεῖ πού λές: «Ποῦ εἶναι;», ἔρχεται. Ποιός μπορεῖ νά καθορίσει τό πῶς καί πότε θά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ;
Προσευχή μόνοι μας· προσευχή στήν Ἐκκλησία.
Προσευχή μέ ψαλμούς, καθορισμένη ἀπό τούς ἁγίους πατέρες· προσευχή δική μας, αὐτοσχέδια.
Προσευχή μέ λόγια⸱ προσευχή σιωπηλή.
Προσευχή μέ δάκρυα· προσευχή μέ στεναγμούς.
Προσευχή μετάνοιας⸱ προσευχή εὐχαριστίας.
Προσευχή αἰτημάτων· προσευχή δοξολογίας.
Ὅσο ἡ σχέση μας μέ τόν Θεόν μικραίνει, μέ τό νά Τόν αἰσθανόμαστε πατέρα, φίλο, ἀδελφό, ὡς οἰκεῖον δηλαδή, τόσο γίνεται πηγαία, γίνεται κραυγή πού βγαίνει μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ὕπαρξης εἴτε ὡς ἐκζήτηση τῆς συμπόρευσής Του εἴτε ὡς εὐχαριστία γιά τίς ὅποιες εὐλογίες Του εἴτε ὡς δοξολογία γιά τή γνώση, μικρή ἔστω, τοῦ μεγαλείου Του.