Η Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά ἔχει ἠρεμία, προσοχή, ἀφοσίωση,
ἔμπνευση (κατά τόν π. Σωφρόνιο τοῦ Essex). Κυρίως γιά τό λειτουργό ἱερέα.
Γι’ αὐτό χρειάζεται περιβάλλον πού δέν θά τόν διασπᾶ:
μάζεμα λογισμῶν ἀλλά καί σέ ἀναγκαῖες ὧρες ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στό ἱερό.
Τότε ἔρχεται καί μένει ὡς ἠρεμία, ἀνάπαυση.
π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Σχόλιο στό Ευαγγέλιο τῆς Κυριακῆς Β΄ Λουκᾶ
Στήν ἐκκοσμικευμένη χριστιανική μας ζωή ὁ λόγος τοῦ Λόγου ἀκούγεται παράξενα. Κι ἄν «καλά τά λέει», ἡ ἐφαρμογή τους εἶναι δύσκολη ἕως ἀδύνατη.
Τό «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», φαίνεται λογικό καί καθοριστικό στίς ἀνθρώπινες σχέσεις.
Τά ὑπόλοιπα, ὅμως, φαντάζουν ὑπερβολικά καί, μᾶλλον, μᾶς ὑπερβαίνουν:
Νά ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς μας.
Νά εὐεργετοῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀδικοῦν.
Νά δανείζουμε καί ὅσους δέν θά μᾶς τά ἐπιστρέψουν.
Ἀσφαλῶς τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι δύσκολο στήν ἐφαρμογή του. Ἡ χριστιανική ἰδιότητα ἔχει βάρος. Ἀλλά, κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς: «Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι βιβλιοθήκη, τήν ὁποία μπορεῖς νά μελετήσεις, ἀλλά βίωμα τό ὁποῖο καλεῖσαι νά ζήσεις».
Ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς ἐφαρμόζει τέλεια τό λόγο τοῦ Θεοῦ;
Τό ζητούμενο βρίσκεται στή θέληση νά τό ἐφαρμόσουμε, στόν πόθο νά ζήσουμε καθώς Ἐκεῖνος ἔζησε ἀνάμεσά μας. Δέν εἶπε νά κάνουμε κάτι χωρίς νά τό ἔχει ἐφαρμόσει. Ὅπως καί οἱ παλαιότεροι καί σύγχρονοι ἀκόλουθοί Του, οἱ ἅγιοι.
Στηριγμένοι στή ζωή τους, μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἐφικτό. Ἡ δική μας πνευματική ὀκνηρία τό κάνει πιό ἀδύνατο...
Κι ὅμως! Δέν ἔχουμε χρόνο νά σπαταλοῦμε. Ζοῦμε γιά τήν αἰωνιότητα πού περνᾶ ἀπό τό νῦν αἰῶνα καί τήν καθορίζει. Ὅσοι τό καταλάβαν προσεύχονται, ἀγωνίζονται, πορεύονται, θεωρῶντας τίς δοκιμασίες εὐκαιρίες...
«Φώτισε, Κύριε, τό σκοτάδι μου καί δυνάμωσε τή θέλησή μου νά θέλω τό θέλημά Σου».