Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου
Μου δόθηκε το ακόλουθο βίωμα: Όταν έχασε η ψυχή μου την ταπείνωση, έγινα ευέξαπτος.
Θυμόμουν όμως την ταπείνωση τού Χριστού και την διψούσα.
Άρχισα λοιπόν με το πένθος της μετανοίας και ικέτευα τον Θεό να με συγχωρέση και να με καθαρίση από το πνεύμα της υπεροψίας, χαρίζοντας μου την άγια ειρήνη Του. Κι όταν η ψυχή μου μίσησε τις αμαρτίες, τότε με δίδαξε το Άγιο Πνεύμα την αδιάλειπτη προσευχή και την αγάπη. Και ξέροντας πόσο αγαπά ο Κύριος το λαό Του, ιδίως τους νεκρούς, έχυνα κάθε βράδυ δάκρυα γι' αυτούς. Πονούσε η καρδιά μου, που στερούνται οι άνθρωποι από τέτοιο σπλαχνικό Θεό.
Και μια φορά είπα στον πνευματικό: Λυπάμαι όσους υποφέρουν στον άδη και κλαίω κάθε νύχτα γι' αυτούς και τόσο καταπονείται η ψυχή μου, ώστε λυπάμαι ακόμα και για τους δαίμονες. Και ο πνευματικός μου απάντησε πως μια τέτοια προσευχή προέρχεται από την Χάρη τού Θεού .
Ένας ασκητής με ρώτησε «Κλαίς για τις αμαρτίες σου;». Του λέω «Μάλλον λίγο, οδύρομαι όμως πολύ για τους νεκρούς».
Τότε μου λέει εκείνος : «Κλαίγε για τον εαυτό σου, όσο για τούς άλλους θα τούς ελεήση ο Κύριος. Έτσι είπε ο ηγούμενος Μακάριος».
Υπάκουσα κι άρχισα να κάνω όπως μού είπε, έπαψα να κλαίω για τους νεκρούς, αλλά τότε σταμάτησαν τα δάκρυα και για μένα τον ίδιο. Μίλησα γι αυτό το θέμα σ’ έναν άλλον ασκητή που είχε το χάρισμα των δακρύων .
Αγαπούσε να σκέφτεται πώς ο Κύριος, ο Βασιλιάς της Δόξας, έπαθε τόσα πολλά για μας κι έχυνε άφθονα δάκρυα κάθε μέρα. Ρώτησα αυτόν τον ασκητή: «Θα ήταν καλό να προσεύχομαι για τους νεκρούς;» Στέναξε και μού είπε :«Εγώ αν ήταν δυνατόν, θα έβγαζα όλους από τον άδη, και μόνο τότε θ’ αναπαυόταν και θα χαιρόταν η ψυχή μου». Και συγχρόνως έκανε μια χειρονομία σαν αν μάζευε στάχυα να θερίση, κι από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
Από τότε έπαψα πια να αναχαιτίζω τα δάκρυα στις προσευχές μου για τους νεκρούς και μού ξανάρθαν τα δάκρυα και οδυρόμουν πολύ προσευχόμενος γι’ αυτούς.