Περί ακηδίας
Σκέφτηκα ν’ αναφερθώ σ’ αυτό το θέμα, προσδιορίζοντάς το ως βαριεστιμάρα, αδιαφορία για οτιδήποτε πνευματικό, δηλαδή προσευχή, μελέτη, εκκλησιασμό. Φαίνεται να μην είναι σοβαρό, αφού δεν υπάρχει αμαρτία συγκεκριμένη που να ταράσσει τη συνείδηση και να μας αναστατώνει ολόκληρους. Μοιάζει σαν το σκουλήκι που τρώει σιγά-σιγά το ξύλο, αφήνοντάς το εξωτερικά ανέπαφο, ώστε να νομίζουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Κάποια στιγμή όμως διαπιστώνουμε την εύκολη διάλυσή του.
Ο άνθρωπος δεν είναι αυτός που φαίνεται πάντα. Ο μέσα μας κόσμος μπορεί ν’ αρρωσταίνει και να οδεύει στο θάνατο και η εξωτερική συμπεριφορά, με τις κοινωνικές εκδηλώσεις, να σφύζει από ζωή. Όπως και τ’ αντίθετο.
Γι’ αυτό η ακηδία, ως εσωτερική κατάσταση, δεν κατανοείται πάντα από τους άλλους ανθρώπους. Εδώ βιώνεται πιο εύκολα η μοναξιά. Από τη μια η απουσία της εσωτερικής ζωής- της χαράς, της ειρήνης, της επιθυμίας για επικοινωνία και σχέση, της ανυπόκριτης αγάπης- κι από την άλλη η απουσία της συμπόρευσης. Σιγά-σιγά διευρύνεται το χάσμα με τους συνανθρώπους μας, διακόπτεται η σχέση με το Θεό, αυξάνεται η σύγχυση με τον εαυτό μας.
Είναι μια δύσκολη περίοδος για τον άνθρωπο που έχει γευτεί την εμπειρία της χαράς της Θεανθρώπινης κοινωνίας. Ξέρει τι έχασε...
Νομίζω είναι σημαντικό να καταλάβουμε το λόγο που οδηγηθήκαμε μέχρις εδώ. Οι πατέρες, που μιλούν από πείρα, μας λένε ότι η ακηδία προέρχεται από την κατάκριση, την αργολογία, την εύκολη συγκατάθεση στους ανεξέλεγκτους και ανούσια πράγματα. Γιατί έτσι η καρδιά χάνει την εγρήγορση, διασπάται και χάνεται και δεν συμμαζεύεται.
Τι πρέπει να γίνει, αφού εσωτερικά δεν υπάρχουν δυνάμεις για να ενεργοποιήσουμε τον αδύνατο εαυτό μας; Η εξωτερική βοήθεια είναι αναγκαία. Η συνάντησή μας δηλαδή με αδελφούς και πατέρες πνευματικούς, που δεν βρίσκονται στην ίδια με μας κατάσταση, και η συνομιλία μαζί τους πάνω σε πνευματικά θέματα, θα μεταγγίσουν σε μας κάτι από τη δύναμη της ψυχής τους και θα μας βοηθήσει ΄να πάρουμε μπρος΄. Εφόσον «εν σώμα οι πολλοί εσμεν», είναι φανερό ότι επηρεάζουμε ο ένας τον άλλο. Πραγματοποιείται έτσι η δύναμη της Εκκλησίας- του λαού του Θεού, που, είτε δια του λόγου είτε δια της προσευχής, παίρνουμε την πνευματική δύναμη ν’ αρχίσουμε πάλι την προσπάθεια για την προσευχή, την τήρηση των εντολών του Χριστού, τη συνειδητή μυστηριακή ζωή.
Το πέρασμα από την ακηδία στη ζωντάνια, με τη βοήθεια των πνευματικών αδελφών, μητέρων και πατέρων, είναι ένα εσωτερικό πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, δηλαδή μετάνοια. Γι’ αυτό και ακολουθεί η χαρά, η ελευθερία, η ανεκλάλητη αγαλλίαση της ψυχής και του σώματός μας. Δεν είναι ωραία τέτοια εμπειρία, ώστε ν’ αξίζει να παλαίψουμε για να τη ζήσουμε πάλι;
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους