Ἀπό τό περιοδικό Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός»
Βρισκόμαστε στήν Κορέα. Ὁ ὀκτάχρονος γιός τῆςοἰκογένειας εἶναι πολύ ζωηρός. Καί στό παρελθόν ἔχει προκαλέσει προβλήματα καί ἀνησυχίες στούς γονεῖς του. Ἀλλά ἡ τελευταία πράξη του τούς ἄφησε ἄναυδους.
Συνήθως, ὅταν τό παιδί ἐπιστρέφει ἀπό τό σχολεῖο, ἡ μητέρα του ἐλέγχει τήν σχολική του σάκα καί συζητάει μαζί του πῶς πέρασε στό σχολεῖο, τί μάθημα ἔκανε, τί βαθμό πῆρε στήν ὀρθογραφία κ.λ.π. Μία μέρα στή σάκα ἡ μητέρα βρῆκε χρήματα. Μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες ἐρωτήσεις τελικῶς τό παιδί ὁμολόγησε ὅτι τά ἔκλεψε. Ἡ μητέρα κράτησε τήν ψυχραιμία της καί προσπάθησε νά ἐξακριβώσει τόν τρόπο καί τόν λόγο τῆς κλοπῆς.
Πάνω στήν ὥρα ἔφθασε καί ὁ πατέρας ἀπό τήν ἐργασία του στό σπίτι. Ἡ μητέρα ἐπιμένει στό μικρό νά τοῦ ὁμολογήσει τήν πράξη του. Ἐκεῖνος γιά ὥρα μένει ἀμίλητος μέ κατεβασμένο τό κεφάλι. Στό τέλος ἡ μητέρα ἀποκαλύπτει τήν κακή πράξη του. Ὁ πατέρας, χωρίς δεύτερη σκέψη, τοῦ λέει ἤρεμα νά φορέσει τό μπουφάν του καί νά τόν ἀκολουθήσει. Βγαίνουν ἀπό τό σπίτι καί βαδίζουν ἀμίλητοι στό δρόμο. Φθάνουν στόκτίριο τῆς Ὀρθόδοξης Μητρόπολης Κορέας. Μπαίνουν στό μικρό παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ. Μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τοῦ Ναοῦ καί χωρίς τήν παρουσία τρίτων, ὁ πατέρας ἀρχίζει νά κάνει ἐδαφιαῖες μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγοντας μεγαλοφώνως:
-Κύριε, εἶμαι ὁ πατέρας τοῦ κλέφτη. Συγχώρεσέ με.
Ἀφοῦ ἔκανε ἀμέτρητες μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, συνεχίζει τό ἴδιο στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί στίς ἄλλες εικόνες:
Παναγία μου, εἶμαι ὁ πατέρας τοῦ κλέφτη. Συγχώρεσέ με.
-Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε, εἶμαι ὁ πατέρας τοῦ κλέφτη. Συγχώρεσέ με.
-Ἅγιε Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, εἶμαι ὁ πατέρας τοῦ κλέφτη. Συγχώρεσέ με.
-Ἅγιε Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, εἶμαι ὁ πατέρας τοῦ κλέφτη. Συγχώρεσέ με.
Ἡ προσευχή τοῦ πονεμένου πατέρα κράτησε περί τή μία ὥρα. Τό παιδί ἀμίλητο στέκεται ὅλη αὐτή τήν ὥρα δίπλα του παρακολουθώντας μέ ἀγωνία τά δρώμενα.
Ἀφοῦ τελείωσε ὁ πατέρας τήν προσευχή του μέ τίς μετάνοιες μπροστά σέ ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ Ναοῦ, τότε ἔσκυψε στό γιό του καί τοῦ εἶπε:
Ἀγόρι μου, κατάλαβες ὅτι ἔκανες μία πολύ κακή πράξη, μέ τήν ὁποία στενοχώρησες τό Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους μας;
Ὁ μικρός μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ἀπάντησε μονολεκτικά «ναί». Τότε ὁ πατέρας τόν ἔπιασε τρυφερά ἀπό τό χέρι καί ἐπέστρεψαν στό σπίτι τους.
Ἦταν ἡ ὥρα τοῦ δείπνου. Ὁ μεγαλύτερος δεκάχρνος γιός εἶπε τήν προσευχή τῆς τραπέζης. «Φάγονται πένητες καί ἐμπλησθήσονται…». Καί μετά ὁ πατέρας συμπλήρωσε:
-Κύριε, εἴμαστε ἡ οἰκογένεια τοῦ κλέφτη. Σέ παρακαλοῦμε συγχώρεσέ μας…
Κατά τήν ὥρα τοῦ δείπνου δέν ἀνέφεραν τίποτε γιά τό ἐπίμαχο θέμα. Οἱ γονεῖς συζήτησαν εὐχάριστα θέματα καί ἐκδήλωσαν τήν ἀγάπη τους καί πρός τά δυό παιδιά τους κάνοντας πώς ἔχουν ξεχάσει τό δυσάρεστο γεγονός.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ πατέρας ἦρθε στόν Ἐπίσκοπο γιά νά τοῦ πεῖ μέ πόνο ψυχῆς τά καθέκαστα καί τοῦ ζήτησε τή συμβουλή του γιά τό τί δέον γενέσθαι περαιτέρω.
Ὁ Ἐπίσκοπος συγκλονισμένος ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἀπό τόν πατέρα δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Τόν παρεκάλεσε μόνον νά περιμένει μέχρι τήν ἑπόμενη μέρα. Νά προσευχηθοῦν πρῶτα ζητώντας τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ γιά νά δοῦν τί πρέπει νά κάνουν, ὥστε νά μή πληγωθεῖ τό παιδί ἀπό κάποια ἄστοχη ἐνέργεια.
Τήν ἄλλη μέρα οἱ γονεῖς μέ τόν Ἐπίσκοπο συζήτησαν ἀρκετή ὥρα. Συμφώνησαν ὅτι δέν πρέπει νά δοθοῦν μεγαλύτερες διαστάσεις στό θέμα. Ἡ καλύτερη παιδαγωγική τιμωρία τοῦ παιδιοῦ τους ἦταν ἡ ἔμπονη προσευχή τοῦ πατέρα. Ὁ πατέρας μαζί μέ τό γιό του νά ἐπιστρέψουν τά χρήματα στό μέρος ἀπό ὅπου ἐκεῖνος τά πῆρε.