—Να δίνης το δέκατο από τα έσοδά σου στους φτωχούς, επαναλάμβανε συχνά ο Γέροντας σε κάποιον πλούσιο.
Αυτός άλλοτε δικαιολογείτο και άλλοτε έδινε κάτι ψίχουλα. Κάποτε εξαφανίσθηκε για αρκετό διάστημα. Ένα απόγευμα τον ξαναβλέπει ο Γέροντας.
—Πού ήσουν; Σ’ έχασα τόσο καιρό.
—Μην τα ρωτάτε! Ντρέπομαι να σας το πω.
—Λέγε ελεύθερα!
—Να. Κάθε τόσο μου λέγατε για τη δεκάτη… Κι είπα κι εγώ: Καλά δεν υπάρχουν άλλοι Πνευματικοί; Πράγματι. Το αποφάσισα και άλλαξα Πνευματικό. Πέρασε όλο αυτό το διάστημα. Αρρωσταίνει η γυναίκα μου. Οι γιατροί μας φόβισαν. Πηγαίνουμε στο Εξωτερικό και χαλάμε πολλαπλάσια απ’ όσα θα έδινα για δεκάτη. Τώρα το κατάλαβα. Με δίδαξε στην πράξη ο Θεός.
—Πρόσεχε, λοιπόν, από ’δω και πέρα.
Από το βιβλίο για τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο «Υποθήκες Ζωής»