Ἀπό το Γεροντικό
Πῆγε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Πίωρ καὶ θέρισε στὸ χωράφι ἑνὸς πλουσίου, γιὰ νὰ πάρη ἐλάχιστο μισθό. Ἐκεῖνος ὅμως, σὰν φιλάργυρος ποὺ ἦταν, ὅλο ἀνέβαλλε τὴν πληρωμή, ὥσπου ἔφτασε πάλι ἡ ἐποχὴ τοῦ θέρους. Ὁ Ἀββᾶς ξαναθέρισε τὸ χωράφι τοῦ ἴδιου γεωργοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖνος τοῦ καθυστέρησε πάλι τὸν μισθό του. Αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Ὁ δίκαιος Θεὸς ὅμως ἔστειλε τόσες συμφορὲς σ’ ἐκεῖνον τὸν φιλάργυρο, ὥσπου κατάλαβε τὴν ἀδικία ποὺ εἶχε κάνει. Γύρισε λοιπὸν ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες καὶ βρῆκε ἐπὶ τέλους τὸν Γέροντα. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ ζήτησε συγχώρηση, δίνοντάς του καὶ τοὺς μισθοὺς τῶν τριῶν χρόνων, ποὺ τοῦ εἶχε καθυστερήσει.
– Ὁ Θεὸς μὲ πλήρωσε γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ σοῦ ἔκανα, τοῦ ἔλεγε μὲ συντριβή.
Ὁ Γέροντας, ὅμως, ποὺ εἶχε κιόλας ξεχάσει πὼς τοῦ χρεωστοῦσε τοὺς μισθούς του, τὸν συμβούλεψε νὰ δώση τὰ χρήματα στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν κράτησε τίποτε.