Μητροπολίτη Ἀντωνίου τοῦ Σουρόζ

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλός ἄνθρωπος. Μιλοῦσε λίγο, καί ἔτσι μιλούσαμε λίγο καί μεταξύ μας. Ἀνήμερα τό Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καί ξάπλωσε. Κάθισα κοντά του καί γιά πρώτη φορά στή ζωή μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά. Δέν ἦταν τόσο τά λόγια μας πού ἦταν σημαντικά. Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Οἱ πόρτες ἄνοιξαν. Ἡ σιωπή ἦταν τόσο ἀνοιχτή καί βαθιά ὅσο καί οἱ λέξεις.

Κατόπιν ἔπρεπε νά φύγω. Χαιρέτησα ὅλους ὅσους ἦταν στό δωμάτιο, ἀλλά ὄχι αὐτόν, ἐπειδή αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μέ τόν τρόπο πού εἴχαμε συναντηθεῖ, δέν ἦταν δυνατό νά ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Δέν ὑπῆρξε χαιρετισμός. Δέν ὑπῆρξε κἄν ἕνα «εἰς τό ἐπανιδεῖν», ἐπειδή εἴχαμε συναντηθεῖ, καί αὐτό ἦταν γιά πάντα.

Πέθανε τήν ἴδια νύχτα. Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπό τό νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καί μοῦ εἶπαν πώς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στό δωμάτιό του καί ἔκλεισα τήν πόρτα πίσω μου. Αὐτό πού ἀντιλήφθηκα ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἦταν ἡ ποιότητα καί τό βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατά κανένα τρόπο δέν ἦταν μία ἀπουσία θορύβου, ἀλλά «μία σιωπή πού ἦταν παρουσία». Ἔπιασα μάλιστα τόν ἑαυτό μου νά λέει: «καί οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νά λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τί ψέμα!».

Αὐτό ἴσως ἐξηγεῖ τό γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στό θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδή βλέπω τή δόξα του καί ὄχι μόνο τόν πόνο καί τήν ἀπώλεια. Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στόν ξαφνικό θάνατο, στόν ἀπροσδόκητο θάνατο, στό θάνατο πού ἔρχεται σάν «κλέφτης ἐν νυκτί». Ἄν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θά καταλάβετε ἴσως τό γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καί νά χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιά του βρίσκεται σέ ἔντονο πόνο καί ἀγωνία, καί τό πῶς -σ’ αὐτό θά ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νά ἀναφωνήσουμε στήν ἐξόδια ἀκολουθία μας: «Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως». Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε τά λόγια ἑνός ψαλμοῦ ἀπό τήν ἴδια ἀκολουθία, ὡσάν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρός ἐμᾶς, νά μᾶς ἔλεγε: «Ζήσεται ἡ ψυχή μου καί αἰνέσει Σε».

Πολύ συχνότερα, ὅμως, ἀντί γιά ἕναν ξαφνικό θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μία μακρόχρονη ἤ ὀλιγόχρονη ἀρρώστια, ἤ γηρατειά, πού σταδιακά μᾶς φέρνουν εἴτε στόν τάφο, εἴτε στήν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπό ποιά πλευρά θά τό δεῖ κανείς. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση πού λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, καί γιά τήν ὁποία ἀγωνίζεται σέ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του, πού εἶναι ἡ πρόσωπο μέ πρόσωπο συνάντησή μας μέ τόν ζῶντα Θεό, μέ τήν Αἰώνια Ζωή καί ἡ κοινωνία μαζί Του. Αὐτή ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἤ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ καί νά κατανοηθεῖ δημιουργικά καί χρήσιμα.

Subscribe to Email