Ελεωνόρας Σταθοπούλου

Είμαι πάντα παρούσα στους λιθοβολισμούς. Εγώ και το δέντρο της πλατείας. Στέκομαι δίπλα στον κορμό και κοιτάμε. Τούς άντρες στα μάτια. Γνωρίζω έναν-έναν καλύτερα από τη μάνα τους γιατί τους γνώρισα πάνω στο σώμα μου και δεν γελιέμαι. Πηγαίνω στους λιθοβολισμούς για να με βλέπουν, την ώρα που θα τολμάν να σηκώσουν την πέτρα. Μέ βλέπουν και αδιαπέραστοι, σκοτώνουν αυτή τη γυναίκα που είμαι εγώ. Νά μήν υπάρχει πια το σώμα μου που τους παίρνει την τιμή και την αναίδεια. Αυτό που βρίζουν φεύγοντας κι εκλιπαρούν όταν έρχονται. Αυτό που τους κάνει τρελούς και πρέπει να το τσακίσουν για να ξαναβρούν τη γαλήνη τους.

Στέκομαι κάτω από το δέντρο και παρατηρώ τα σφιγμένα στόματα και τα εξαγνισμένα μάτια. Οι πέτρες τους τώρα σπάν και τον μικρό καθρέφτη πάνω απ΄ το λαβομάνο, που πάντα κοιτάζονται φεύγοντας. Εκεί που προσπαθούν να χτίσουν πάλι το αξιοσέβαστο πρόσωπο. Οι πέτρες τους πέφτουν σαν βροχή πάνω στο ματωμένο σώμα μέχρι να μείνει ακίνητο. Κάποιοι πρίν φύγουν το φτύνουν. Άλλοι κοιτάν τον ουρανό κατάματα. Αυτό με κάνει να γελάω τόσο δυνατά, γιατί εγώ τώρα τους φτύνω με το γέλιο μου. Έτσι κάνω πάντοτε κι έτσι θα κάνω μέχρι να ξεραθώ κι εγώ μαζί με το δέντρο.

Κάποτε πέρασε από δώ ένας ξένος. Τόν θυμάμαι πολύ καλά. Καί τη γυναίκα με το κίτρινο φόρεμα που ούρλιαζε θυμάμαι. Μέχρι κι ένα σκυλί κουτσό που έκανε σαν τρελαμένο.

Όταν σήκωσαν τις πέτρες, ο ξένος κάτι έγραφε μ΄ ένα ξυλάκι στο χώμα. Καί τότε μου δημιουργήθηκε η εντύπωση, πώς δεν θα έκαναν καμιά κίνηση αν δεν μάθαιναν πρώτα τι σκεφτόταν. Τούς απασχολούσε φοβερά τι σκεφτόταν. Ένας τον ρώτησε και τότε Εκείνος σηκώθηκε απάνω, σαν να είχε έρθει η ώρα του να μιλήσει και είπε:

Ο αναμάρτητος να ρίξει την πέτρα πρώτος.

Αυτό μόνο. Καί όλοι πάγωσαν. Τί εικόνες να πέρασαν εκείνη την ώρα από τα μάτια τους; Ακούμπησαν τις πέτρες κάτω και σκόρπισαν σαν κουρελόχαρτα που τα παίρνει ο άνεμος. Ένα άρωμα βιολέττας με χτύπησε ξαφνικά και τότε σκέφτηκα πώς η άνοιξη είχε μπεί για τα καλά κι ούτε που το ΄χα πάρει είδηση.

Subscribe to Email