Παντελή Β. Πάσχου

Ὤ, Κύριε!

Ἀναταράζονται τά βάθη μου ἀπό ἀσίγαστο ἕνα κύμα εὐγνωμοσύνης.

Ὅλος ὁ βίος μου, ἀσήμαντος, κι ἄν ἦταν ἕνας ὕμνος εὐχαριστήριος,

πάλι δέν θά ’φτανε νά πεῖ τό πόσο νιώθω τή ζέστα τοῦ χεριοῦ Σου ἐπάνω μου!

Κ’ ἡ ἀπορία, ὅλο καί πιό ἔντονη, μέ περονιάζει:

Γιατί τόσα πολλά γιά μένα τόν ἀνάξιο;

Γιατί ἄναψες τόσ’ ἀστέρια μές τή νύχτα;

Τόσα δένδρα μ’ ὅλη τήν ὀμορφιά τους μπρός στά μάτια μου;

Γιατί τόση ἀγάπη, φορτωμένη μέ ἄπειρα δῶρα γιά μένα τόν ἁμαρτωλό,

πού μέ τά πόδια ἑνός βανδάλου ἀσωτεύω, ἱερόσυλος, τή γῆ Σου;

Γιατί μέ ἀνέχεσαι, μέσα στήν τόση ὡραιότητα,

νά ’μαι ἡ ἀνορθόγραφη μορφή τοῦ ἄφραστου κάλλους

πού ὀνειρεύτηκες γιά μένα;…

 

Subscribe to Email