Ὀδυσσέα Ἐλύτη
Τῆς ἀγάπης αἵματα
μὲ πορφύρωσαν
καὶ χαρὲς ἀνείδωτες
μὲ σκιάσανε
ὀξειδώθηκα μὲς στὴ νοτιὰ
τῶν ἀνθρώπων
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο
Στ’ ἀνοιχτά τοῦ πέλαγου
μὲ καρτέρεσαν
μὲ μπομπάρδες τρικάταρτες
καὶ μοῦ ρίξανε
ἁμαρτία μου νὰ ’χα κι ἐγὼ
μίαν ἀγάπη
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο.
Τὸν Ἰούλιο κάποτε
μισανοίξανε
τὰ μεγάλα μάτια της
μὲς στὰ σπλάχνα μου
τὴν παρθένα ζωὴ μία στιγμὴ
νὰ φωτίσουν
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο.