Νεομάρτυρας τῆς Κυπριακῆς τραγωδίας τοῦ 1974
Κοντά στήν περιοχή τῆς Κυθραίας (Ντεγιρμενλίκ), ἡ ὁποία βρίσκεται βορειοδυτικά τῆς Λευκωσίας καί νοτιοανατολικά τῆς Κυρήνειας, ἄν δέ μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου, βρισκόταν τό χωριό τῶν δύο Ἑλλήνων παπάδων πού ἡ φωτογραφία τους εἶχε δημοσιευτεῖ παλιότερα στήν ἐφημερίδα Γκιουναϊντίν. Ὅταν φτάσαμε ἐκεῖ, συλλάβαμε 40 μέ 50 ἄοπλους πολίτες, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν προλάβει νά φύγουν. Ἀνάμεσά τους ὑπῆρχαν ἡλικιωμένοι, γυναίκες καί παιδιά. Τούς ἐπιβιβάσαμε σέ στρατιωτικά ὀχήματα. Ἐπρόκειτο νά μεταφερθοῦν στήν Κυρήνεια. Ἀπό αὐτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς ἄντρες. Ἐγώ μαζί μέ ἕναν ὑπολοχαγό πού λεγόταν Χαϊρί καί ἄλλους δύο λοχίες τούς βάλαμε σ᾽ ἕνα μικρό φορτηγάκι, πού εἴχαμε πάρει ἀπό τό χωριό καί τούς πήγαμε σ᾽ ἕνα δασάκι ἕνα χιλιόμετρο μακριά. Ἀντιστοιχοῦσε ἕνας αἰχμάλωτος στόν καθένα μας. Μόλις τούς βγάλαμε ἀπό τό αὐτοκίνητο, ὁ ὑπολοχαγός Χαϊρί σκότωσε πρῶτα τόν ἕναν ἀπ᾽αὐτούς γιά νά μᾶς δώσει θάρρος, ὥστε νά μπορέσουμε νά σκοτώσουμε κι ἐμεῖς, οἱ «πρωτάρηδες», τούς δικούς μας. Μετά στράφηκε σ᾽ἐμένα καί μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά πάρουμε ἐκδίκηση γιά τίς ἔγκυες ἀδελφές μας πού βίασαν οἱ Ἕλληνες καί γιά τά Τουρκόπουλα πού σκότωσαν, ἐνῶ ἦταν στίς φασκιές» καί στή συνέχεια μοῦ ζήτησε νά σκοτώσω τόν δεύτερο, ἀφοῦ τόν ξεχώρισε ἀπό τούς ἄλλους.
Ὁ «δικός» μου ἦταν ἕνας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός μέ γαλάζια μάτια. Ἄν καί πρίν ἀπό λίγο εἶδε τόν ἄλλο συγχωριανό του νά πεθαίνει, δέν ἦταν καθόλου ταραγμένος. Τόν πῆρα καί τόν πήγα λίγα μέτρα πιό ἐκεῖ. Ἤμουν σέ ἀδιέξοδο καί σέ ἀμηχανία. Ὁ ἀξιωματικός περίμενε νά μᾶς δεῖ νά γινόμαστε ἐκτελεστές. Δέν μποροῦσα νά κάνω ἀλλιῶς. Ὅμως παρ᾽ ὅλα αὐτά δέν μποροῦσα νά τόν σκοτώσω ἐν ψυχρῷ. Ἔψαχνα μιά δικαιολογία γιά νά τόν σκοτώσω. Τόν κοίταξα στά μάτια καί τόν ρώτησα: «Γίνεσαι μουσουλμάνος;» Ἐκεῖνος στεκόταν ὄρθιος μέ τά χέρια δεμένα καί μέ κοίταζε στά μάτια. Ἔδειξε νά κατάλαβε καί σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά ἀριστερά τό κεφάλι του καί μοῦ εἶπε μιά λέξη ἄγνωστη σ᾽ἐμένα: «Ὄι, ὄι». Κατάλαβα τήν ἄρνησή του, ἡ ὁποία ἦταν καί ἡ ἀφορμή πού ζητοῦσα γιά νά σηκώσω τό ὅπλο μου. Ἔτσι ἁπλά, γιά νά μήν πέσω στά μάτια τοῦ ἀξιωματικοῦ καί τῶν συναδέλφων μου, ἄδειασα μιά ὁλόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα ὅμως μέ τύπτει ἡ συνείδηση καί βασανίζομαι γι᾽ αὐτό τό ἔγκλημα. Τά μάτια αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καί τό χαμόγελό του δέ φεύγουν ποτέ ἀπό τή σκέψη μου. Τούς ἄλλους δύο Ἑλληνοκυπρίους τούς σκότωσαν οἱ δύο λοχίες. Ἀφήνοντας τά πτώματα ἄταφα, γυρίσαμε στό χωριό. Ὅπως ἔλεγε ὁ λοχαγός μας, εἴχαμε γίνει πιά «ἄνθρωποι τοῦ Παραδείσου»...
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ρόνι Ἀλάσορ, Διαταγή: «Ἐκτελέστε τούς Αἰχμαλώτους»)