Ὁ μικρός Ἰάκωβος, διδάχτηκε τήν πρώτη ἀγάπη γιά τά ἱερά ἀπό τή γιαγιά του τή Δέσποινα καί ἀπό τή μητέρα του Θεοδώρα. Ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό θέμα αὐτό τό μάθαινε ἀμέσως. Ἔτσι ἔμαθε πῶς νά στέκει στήν Ἐκκλησία, νά σέβεται τούς Ἱερεῖς, νά προσεύχεται, νά νηστεύει, νά ἀγαπάει ὄχι μόνο τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους. Γιά καλύτερό του παιχνίδι εἶχε τό θυμιατήρι. Χρησιμοποιοῦσε γι’ αὐτό ἕνα μικρό κεραμιδάκι, ὅπου ἔβαζε καρβουνάκι καί λέγοντας «ἀλούγια, ἀλούγια», λιβάνιζε «τό σπίτι του», ἀλλά καί τά «γειτονικά», ὅλα τά «σπίτια» τῆς ἀποθήκης. Ἀπέφευγε νά βγαίνει ἔξω ἀπό τό σπίτι καί νά παίζει στό δρόμο μέ τά ἄλλα παιδάκια καί τοῦ ἄρεσε νά πηγαίνει τά ἀπογεύματα μέ τή γιαγιά ἤ τή μητέρα του στά ἐκκλησάκια, γιά νά ἀνάβουν τά καντηλάκια. Τοῦ ἄρεσε ἀκόμη νά τοῦ ἐξιστορεῖ ἡ γιαγιά του βίους Ἁγίων καί νά τοῦ μιλάει γιά τούς Ἱερομονάχους τῆς οἰκογένειάς τους, ἰδίως τόν Δημήτριο καί τόν Ἠλία, τούς Ἁγιοταφίτες.
Ἀπό ἕξι χρονῶν, χωρίς νά ξέρει ἀκόμα γράμματα, εἶχε μάθει ἀπ’ ἔξω τά τῆς Θείας Λειτουργίας καί τά σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ἐλάχιστα λάθη. Ἀργότερα, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ, τήν ὥρα πού οἱ ψάλτες ἔψαλλαν «οἱ τά χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», ὁ μικρός Ἰάκωβος ἄκουγε φτερουγίσματα γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. Νόμιζε ὅτι ὁ παπάς δέν ἔχει σῶμα, ὅτι εἶναι Ἄγγελος. Καί ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖτο «ἔλεγα, ἔχει δύο κόκκαλα στούς ὤμους, σάν κρεμάστρα καί κρέμονται τά ράσα ἐκεῖ». Ἔτσι ἔβλεπαν τήν ἱερωσύνη τά παιδικά μάτια τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του. Ἔβλεπε τόν Ἱερέα σάν ἐπίγειο Ἄγγελο πού λειτουργεῖ μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ.
Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».