Ὅταν λοιπόν ἔφθασε ἡ ἁγία ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, ἐγώ καθώς καί πρωτύτερα, γύριζα συλλαμβάνοντας ψυχές νέων. Ἔβλεπα ὅμως ἀπό πολύ πρωί νά τρέχουν ὅλοι στήν Ἐκκλησία καί πηγαίνω κι ἐγώ τρέχοντας μαζί μέ τούς ἄλλους πού ἔτρεχαν. Ἔφθασα λοιπόν μαζί τους στήν αὐλή τοῦ ναοῦ καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς θείας Ὑψώσεως, ἔσπρωχνα καί σπρωχνόμουνα γύρω ἀπό τήν εἴσοδο, προσπαθώντας νά μπῶ μέσα μαζί μέ τό πλῆθος. Μόλις ὅμως πάτησα τό κατώφλι τῆς πόρτας, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα χωρίς κανένα ἐμπόδιο, ἐνῶ ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια θεία δύναμη, πού δέν μοῦ ἐπέτρεπε τήν εἴσοδο.

Αὐτή τήν προσπάθεια τήν ἔκανα τρεῖς ἤ τέσσερεις φορές καί ἐπειδή ἀπόκαμα καί δέν ἄντεχα νά σπρώχνω καί νά σπρώχνομαι, γιατί εἶχε κουραστεῖ καί τό σῶμα μου ἀπό τήν ἔντονη προσπάθεια, ὑποχώρησα γιά λίγο καί ἔφυγα καί στάθηκα σέ κάποια γωνία της αὐλῆς τοῦ ναοῦ. Καί μόλις τότε συναισθάνθηκα τήν αἰτία πού μέ ἐμπόδιζε νά δῶ τό Τίμιο καί Ζωοποιό ξύλο. Γιατί ἄγγιξε τά μάτια τῆς καρδιᾶς μου λόγος σωτήριος, πού μοῦ φανέρωνε, ὅτι ἡ ἀκαθαρσία τῶν ἔργων μου ἦταν αὐτή πού μοῦ ἔκλεινε τήν εἴσοδο. Ἄρχισα λοιπόν νά κλαίω καί νά θρηνῶ καί νά κτυπῶ τό στῆθος μου καί νά βγάζω στεναγμούς ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Καί καθώς ἔκλαιγα βλέπω ἀπό τή θέση πού στεκόμουν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί βλέποντας συνεχῶς πρός αὐτή λέω: Παρθένε Δέσποινα, ἐσύ πού γέννησες κατά σάρκα τόν Θεό Λόγο, γνωρίζω καλά πώς δέν εἶναι σωστό καί λογικό, σ’ ἐμένα τήν τόσο ἀκάθαρτη, σ’ ἐμένα πού εἶμαι ἔτσι γεμάτη ἀσωτίες, νά κοιτάζω τήν εἰκόνα τή δικιά σου, τῆς ἀειπαρθένου, τῆς ἁγνῆς, τῆς καθαρῆς καί ἀμόλυντης στό σῶμα καί στήν ψυχή. Γιατί εἶναι δίκαιο ἐμένα τήν ἄσωτη, ἐξ αἰτίας τῆς καθαρότητός σου, νά μέ μισεῖς καί τελείως νά μέ ἀποστρέφεσαι. Ἀλλά ὅμως, ἐπειδή, καθώς ἄκουσα, γι’ αὐτό τόν λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός πού γέννησες, γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, βοήθησε ἐμένα πού εἶμαι μόνη καί δέν ἔχω κανένα γιά νά μέ βοηθήσει· δῶσε ἐντολή νά ἐπιτραπεῖ καί σ’ ἐμένα νά περάσω τήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας καί μή μοῦ στερήσεις τή δυνατότητα νά δῶ τό ξύλο, πού πάνω του σταυρώθηκε μέ τή σάρκα ὁ Θεός πού γέννησες καί ἔδωσε τό ἴδιό Του τό αἷμα ἀντίτιμο γιά χάρη μου· δῶσε ἐντολή, Δέσποινα, ν’ ἀνοίξει καί σέ μένα ἡ πόρτα γιά τή θεία προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, καί βάζω ἐσένα ἀξιόπιστο ἐγγυητή στόν Θεό πού γέννησες, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐξυβρίσω ποτέ ξανά τή σάρκα μου τούτη μέ ὁποιαδήποτε αἰσχρή σχέση. Ἀλλά ἀπό τή  στιγμή πού θά δῶ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θά ἐγκαταλείψω ἀμέσως τόν κόσμο καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μ’ αὐτόν καί τήν ἴδια στιγμή θά κατευθυνθῶ ἐκεῖ ὅπου ἐσύ ὡς ἐγγυητής τῆς σωτηρίας μου θά μοῦ ὑποδείξεις καί θά μέ ὁδηγήσεις.

Αὐτά εἶπα καί ἀφοῦ ἔλαβα σάν κάποια πληροφορία τή φλόγα τῆς πίστεως, πῆρα θάρρος στηριζόμενη στήν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου καί φεύγω ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο ἀπ’ ὅπου προσευχόμουνα. Ἔρχομαι πάλι καί μπαίνω ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού προσπαθοῦσαν νά εἰσέλθουν κι ἀπό κανέναν πλέον δέν σπρωχνόμουνα, κανείς δέν μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν πόρτα ἀπό τήν ὁποία εἰσέρχονταν στόν ναό. Τότε μέ κυρίευσε φρίκη καί ἔκπληξη, ὥστε κλονιζόμουν ὁλόκληρη καί ἔτρεμα. Ἔπειτα φθάνοντας στήν πόρτα πού μέχρι τότε ἦταν κλειδωμένη γιά μένα ὅλη ἐκείνη ἡ δύναμη πού πρωτύτερα μέ ἐμπόδιζε, τώρα μοῦ ἄνοιγε τόν δρόμο γιά νά μπῶ. Ἔτσι εἰσῆλθα χωρίς κανένα κόπο καί βρέθηκα μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἀξιώθηκα νά προσκυνήσω τόν ζωοποιό Τίμιο Σταυρό καί εἶδα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνθηκα πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ Κύριος στό νά δέχεται τή μετάνοια. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεσα ἡ ἄθλια πάνω στή γῆ καί προσκύνησα τό ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω κατευθυνόμενη γρήγορα σέ Ἐκείνη, πού ἐγγυήθηκε γιά μένα. Φθάνω λοιπόν σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ὅπου τό ἔγγραφο τῆς ἐγγυήσεως συντάχθηκε καί γονατίζοντας μπροστά στήν Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο, προσευχήθηκα μέ αὐτά τά λόγια: Ἐσύ, φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τή φιλανθρωπία σου· ἐσύ δέν ἀποστράφηκες τήν προσευχή τῆς ἀνάξιας· εἶδα δόξα πού δίκαια οἱ ἄσωτοι δέν βλέπουμε· δόξα στόν Θεό πού μέ τίς πρεσβεῖες Σου δέχεται· τή μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Γιατί τί περισσότερο, ἡ ἁμαρτωλή, μπορῶ νά σκεφθῶ ἤ νά πῶ; Εἶναι καιρός πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, νά πραγματοποιηθοῦν τά συμφωνημένα στήν ἐγγύηση, πού ἐγγυήθηκες. Τώρα ὅπου προστάζεις, ὁδήγησέ με· μᾶλλον τώρα γίνε μου δάσκαλος τῆς σωτηρίας, χειραγωγώντας με στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια. Καί καθώς ἔλεγα αὐτά, ἄκουσα ἀπό μακριά κάποιον νά φωνάζει: Ἐάν περάσεις τόν Ἰορδάνη, θά βρεῖς καλή ἀνάπαυση. Μόλις ἄκουσα αὐτή τή φωνή, πίστευσα ὅτι γιά μένα ἀκούστηκε καί κλαίγοντας φώναξα καί εἶπα στή Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μή μέ ἐγκαταλείψεις τήν ἄσωτη. Καί ἀφοῦ εἶπα αὐτά, βγῆκα ἀπό τήν αὐλή τοῦ ναοῦ καί βάδιζα σύντομα.

Ἀπό τό βιβλίο: Βίος Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων.

 

Subscribe to Email