π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Νόμιζα ότι, ό,τι αισθάνομαι για τους άλλους θετικό, αισθάνονται το ίδιο κι αυτοί για μένα.
Νόμιζα ότι μπορώ ν’ ανοίξω την καρδιά μου με ειλικρίνεια και να εισπράξω αποδοχή.
Νόμιζα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είν’ εύκολες και ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που δείχνει.
Νόμιζα ότι η εξομολόγηση από μόνη της, χωρίς την προσωπική απόφαση γι’ αλλαγή μπορεί να μου δώσει νέα ζωή.
Νόμιζα ότι η Θεία Λειτουργία είναι για να νιώσω το Θεό μόνος μου κι απομονωμένος από τους άλλους.
Νόμιζα ότι ήταν αρκετό να προσέξω από τα λεγόμενα «σαρκικά αμαρτήματα» για να δικαιούμαι να κοινωνήσω.
Νόμιζα ότι αμαρτία είναι να παραβώ τις εντολές του Θεού, όπως παραβαίνει κανείς τους νόμους του κράτους.
Νόμιζα ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζω τη θεολογία της Εκκλησίας, αρκεί να είμαι ηθικός για να είμαι «καλός χριστιανός».
Νόμιζα ότι ο σκοπός της Εκκλησίας στον κόσμο είναι να κάνει κοινωνικό, φιλανθρωπικό, πολιτιστικό έργο.
Νόμιζα ότι προσευχή είναι να λέω στο Θεό : δώσε μου.
Νόμιζα ότι άμα αποφασίσω να προσευχηθώ με βάση την επιθυμία να συσχετιστώ με τον «αόρατο και ακατάληπτο» Θεό, κανένας λογισμός δεν θα παρουσιαστεί και θα πηγαίνουν όλα καλά.
Νόμιζα ο Χριστός με αγαπά όταν είμαι «καλός χριστιανός» και με αποστρέφεται όταν δεν κάνω το θέλημά Του .
Νόμιζα πως ο έρωτας, η διασκέδαση, το ωραίο ντύσιμο, η χαρά και η ευτυχία δεν είναι για τους πιστούς.
Νόμιζα ότι η άσκηση είναι μαζοχισμός, προσπάθεια να καταπατήσω τις επιθυμίες μου, να μισήσω το σώμα μου.
Νόμιζα… Νόμιζα… Νόμιζα…
Μέχρι που συνάντησα «άνθρωπο του Θεού» γνήσιο, αληθινό, ανθρώπινο, και μου αποκάλυψε το μυστήριο της όντως Ζωής με το λόγο του, μα πιο πολύ με την παρουσία του, τη χαρά του, την καρδιά του που αγκάλιαζε όλους ό,τι και να ’ναι, όπως και να ’ναι.
Τότε κατάλαβα πως όλοι είμαστε «τέκνα του Αδάμ», αδύνατοι και αμαρτωλοί, με πάθη κρυφά και φανερά, κληρονομικά κι επίκτητα, αλλά και «τέκνα του Νέου Αδάμ», Αυτού που πήρε τη φύση μας και την ανακαίνισε, την έκανε νέα και ωραία. Κι ένιωσα, δια μέσου του «ανθρώπου του Θεού», τη χωρίς όρια αγάπη του Θεού, την ελευθερία από τα «πρέπει», τη μεγάλη χαρά να ζεις χριστιανικά.
Κι άρχισα να θέλω να βλέπω τους ανθρώπους αλλιώς, τα ωραία αντί τα άσχημά τους, να προσπαθώ να αφήνομαι στην αγκαλιά του Θεού σε κάθε Λειτουργία μαζί με τους αδελφούς μου, όσο μπορώ να προσεύχομαι και να πορεύομαι με χαρά, κοιτάζοντας πιο πολύ τι έχω απ’ αυτά που δεν έχω, αναμένοντας από τον Κύριο μου να κάνει το θαύμα της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, και μαζί με τον κόσμο Του και σε μένα.