π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Κάθε φορά που βρισκόμαστε στο τέλος του χρόνου μια αίσθηση απαισιοδοξίας και συγχρόνως αισιοδοξίας μάς καταλαμβάνει. Για το χρόνο που έφυγε και γι’ αυτόν που μας έρχεται.

Οι μικροί βιάζονται να μεγαλώσουν, να ζήσουν το αύριο που φαντάζονται ότι θα πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους και οι μεγαλύτεροι διαπιστώνουν, ακόμα μια φορά, «πόσο γρήγορα φεύγει ο χρόνος».

Χρόνος και τόπος, μέσα στα οποία ζούμε, δεν είναι παρά γνωρίσματα του κόσμου τούτου, του φθαρτού και υλικού, που δεσμεύει την ύπαρξή μας. Αν και υπάρχουν φαινόμενα του κόσμου αυτού που δεν αποδεικνύονται, εν τούτοις τα δεχόμαστε ως πραγματικά, στηριζόμενοι στη γνώμη των ειδικών επιστημόνων.

Ο πνευματικός κόσμος, ο «άλλος κόσμος», σίγουρα δεν αποδεικνύεται όπως ο υλικός τον οποίο γνωρίζουμε με τις αισθήσεις. Στηριζόμαστε στην εμπειρία των αγίων που τον ζουν δυναμικά, αλλά και στη δική μας, ενδεχομένως, μικρή εμπειρία.

Ζώντας, ακόμα, στα χρόνια αυτά και συνειδητοποιώντας πως δεν θα τα ξαναζήσουμε, συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Όλα όσα ζούμε, αρνητικά και θετικά, δύσκολα και ωραία, κάποια στιγμή θα είναι παρελθόν. Πόσοι έζησαν, τι έζησαν, πόσο μεγαλούργησαν και τιμήθηκαν από τους ανθρώπους! Τώρα κανείς δεν μιλά γι’ αυτούς…

Όμως ό,τι ζούμε τα χρόνια που μας χαρίζει ο Θεός, ως πηγή της Ζωής, είναι σημαντικά. Καθορίζουν την πνευματική μας ανάπτυξη, τον τρόπο πορείας μας και στην αιωνιότητα. Δεν είναι χωρίς λόγο που συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στον καθένα μας. Όλα μάς προσφέρονται ως ευκαιρία για να εκφράσουμε την ελευθερία μας αν θέλουμε να ολοκληρωθούμε ή όχι, ως μοναδικά και ανεπανάληπτα πρόσωπα, συνδεόμενοι ή όχι με το αιώνιο Πρόσωπο τον Ιησού Χριστόν.

Έτσι, τα χρόνια που ζούμε τώρα, η καθημερινότητα με τα πάνω και τα κάτω της, η αιωνιότητα με την υπέρβαση του χρόνου αλλά, κυρίως, με την ποιότητα ζωής «όπου ουκ έστι πόνος ή λύπη ή στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος», συνθέτουν την τραγικότητα και το μεγαλείο του κάθε ανθρώπου. Τραγικότητα, αν με επιπολαιότητα περνούν τα χρόνια μας χωρίς να τα φιλοσοφήσουμε, χωρίς ν’ αλλάζουμε, χωρίς  αίσθηση αιωνιότητας. Μεγαλείο, αν κατανοώντας την κλήση μας αγωνιζόμαστε να ζήσουμε τη ζωή του Χριστού, νικώντας μαζί Του τη φθορά και το θάνατο.

Φθάνοντας στο τέλος του χρόνου και γνωρίζοντας ότι άλλοι σ’ άλλο χώρο του μικρού μας πλανήτη έφτασαν ήδη, καταλαβαίνουμε πως τέλος και αρχή του χρόνου είναι έννοιες που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Ωστόσο, κάθε δύση ετοιμάζει μια ανατολή, κι ένα τέλος μια αρχή.  Πορευόμαστε συνεχώς στο τώρα, γευόμενοι το χρόνο «εν ετέρα μορφή», ως πρόγευση, μικρή έστω, της αιωνιότητας.

Να γιατί όποιος μετανοεί στην Εκκλησία ως τρόπο ζωής, νιώθει νέος και αθάνατος. Μια μετάνοια που μεταποιεί το παρελθόν - το άτσαλο και αμαρτωλό - σε αφετηρία για νέα ζωή, τη ζωή Του, κι άρα συνεχώς μια πορεία μπρος το αιώνιο, το αληθινό και ουσιαστικό, όπου απουσιάζει ο χρόνος κι άρα η φθορά.

 

Subscribe to Email