π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ο πληθωρισμός του λόγου στις μέρες μας επηρέασε αναπόφευκτα και το θεολογικό λόγο. Γι’ αυτό ακούμε να προβάλλεται, μέσα από τα βιβλία, ιστοσελίδες και κάθε είδους επικοινωνία, όπως και μέσα από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, λόγος ατομικός, χωρίς γνώση του «Αγιογραφικού και Πατερικού λόγου».
Δεν είναι, βέβαια, κάτι νέο στην εκκλησιαστικη ιστορία, όμως τώρα μπορεί να αποφαίνεται και να διδάσκει ο καθένας, σε σημείο που μπορεί να επηρεάσει τον καθένα. Είναι, δηλαδή, η επίδραση εύκολη και μαζική.
Και μέσα στον πληθωρισμό «θεολογικού» λόγου, επιπόλαιου και, στην πραγματικότητα, μη θεολογικού, καλύπτεται ο σοβαρός, ο αληθινός, ο όντως εκκλησιαστικός, που δίνει νόημα ζωής. Έτσι, παρατηρούνται δυο σημαντικά πνευματικά φαινόμενα:
- Να υποτιμάται ο λόγος της εκκλησίας ως να μην έχει να πει τίποτα στους προβληματισμούς του σύγχρονου ανθρώπου, λες και είναι λόγος που απευθύνεται στους προβληματικούς, τους αμόρφωτους και τους δειλούς.
- Να αισθανόμαστε αυτάρκεις, χωρίς την εσωτερική ανάγκη να γνωρίσουμε σε βάθος το Λόγο του Θεού, βέβαιοι ότι όλα τα ξέρουμε «εκ νεότητος». Στο βιβλίο «Λαυσαϊκή ιστορία» του επισκόπου Παλλαδίου, σημειώνονται τα εξής: «Αυτοί που νομίζουν ότι δεν έχουν ανάγκη δασκάλων, ή που δεν πείθονται σε όσους διδάσκουν με αγάπη, πάσχουν από άγνοια, τη μητέρα της υπερηφάνειας»[1].
Ο λόγος του αρχαίου φιλοσόφου Σωκράτη ότι «ένα γνωρίζω ότι δεν γνωρίζω τίποτα» δείχνει τη σοφία και την ταπείνωση που οδηγούν στην όντως γνώση˙ αυτήν που έχουν οι σοφοί και οι άγιοι.
Στην εσωτερική ησυχία ο άνθρωπος μπορεί να αφουγκραστεί τη σιωπή του Θεού, τα μυστήριά Του, το σχέδιο που έχει για εκείνον. Κυρίως, όμως, να γνωρίσει τον εαυτό του με τις αδυναμίες και τα χαρίσματά του. Τότε, θα μπορέσει να προχωρήσει στην ουσιαστική προσευχή που συν-διαλέγεται με τον αόρατο και ακατάληπτο Θεό της αγάπης και την ουσιαστική μελέτη, που διακρίνει το ψεύτικο από τον αληθινό θεολογικό λόγο.
Ασφαλώς, οι εντεταλμένοι από το άγιο Πνεύμα, κληρικοί και λαϊκοί, έχουν τη βασική ευθύνη να «ορθοτομούν τον λόγο της αλήθειας», ώστε ο λαός του Θεού να μην παραδέρνει σε φανατισμούς, παρερμηνείες, αιρετικές δοξασίες και άγνοια. Χρειάζεται όμως και η κριτική σκέψη, που ταπεινά και θεόπνευστα θα μπορεί να διακρίνει τους ψευτοδιδασκάλους και ψευδοπροφήτες, που πάντα υπήρχαν στην Εκκλησία και φαίνεται πως δεν θα πάψουν να υπάρχουν «έως της συντέλειας του αιώνος».
Ο θεολογικός λόγος της Εκκλησίας έχει σκοπό να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση που ελευθερώνει, που ωριμάζει, που αναπτύσσει το πρόσωπο και το ενώνει με το κύριο και αιώνιο Πρόσωπο του Χριστού και το καθιστά κοινωνό της αιώνιας ζωής νυν και αεί.
[1] Έκδοση Ι. Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1990, σ. 13 – 14.