Ἡ καταπάτηση τῆς προσωπικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου
κι ἀκόμα πιό πολύ τοῦ κληρικοῦ - πού εἶναι πατέρας -
γιά νά δικαιωθεῖ ἡ «καλή φήμη» και τό «καλό ὄνομα»
αὐτοῦ /ῶν πού ἔχουν τήν ἐξουσία στά χέρια τους,
δέν ἀποτελεῖ μέγιστη ἁμαρτία;
Δέν σπρώχνει νέους ἀνθρώπους
πού δέν ἔχουν πείρα, πρός τήν ἀθεΐα;
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Δεν είναι άγνωστος ο πληθωρισμός του λόγου στις μέρες μας. Όλοι νιώθουν την ανάγκη να μιλούν, άλλοτε ουσιαστικά κι άλλοτε αργολογίες. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει κανένα, αφού δεν γνωρίζει τους βαθύτερους λόγους για το τι λέει και το πώς το λέει.
Χρειάζεται, όμως, να τονίσουμε και την ανθρώπινη ανάγκη να μας ακούσει κάποιος. Συνήθως, θεωρούμε ότι αν μιλήσουμε θα βοηθήσουμε τον άλλο. Μπορεί και να συμβεί κι αυτό, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που δεν θέλει πάρα «ένα αυτί να τον ακούσει», μια καρδιά ν’ αφουγκραστεί το λόγο της καρδιάς του, να κατανοήσει, και να εμπιστευτεί.
Υπάρχει και η περίπτωση που ακούμε το πρόβλημα κάποιου και σπεύδομε επιπόλαια να τον συμβουλεύσομε, να του υποδείξουμε τι πρέπει να κάμει. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν θέλει να μάθει τι πρέπει να κάνει˙ μόνο να πει, να βγάλει όλα εκείνα που τον συνθλίβουν. Η βοήθειά, σ’ αυτή την περίπτωση, δίνεται με το ν’ ακούσομε με προσοχή και ειλικρινά. Ασφαλώς, υπάρχει και η περίπτωση που χρειάζεται να πούμε κάτι, αρκεί να βγαίνει ο λόγος από την πείρα και κυρίως την αγάπη.
Θεωρούμε πως η εμπειρία από ένα γεγονός μας κάνει ικανούς να κατανοήσουμε όποιον περνά παρόμοιο. Αν και είναι σημαντικό, δεν είναι, όμως, το ουσιαστικό στοιχείο της κατανόησης και συμπαράστασης. Η απουσία της αγάπης αποστασιοποιεί την καρδιά από το πρόσωπο που πάσχει και τον πληροφορεί, με τη διαίσθησή που έχει, πως δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά.
Η αγάπη, ως υπέρβαση από τον εγωκεντρισμό μας, τις αντιλήψεις, τις προσωπικές μας εμπειρίες, δίνει την δυνατότητα να εισέλθουμε στο πρόβλημα του συνανθρώπου μας, να κατανοήσουμε τη δυσκολία που περνά, να αντιληφθούμε τι μπορεί να κάνει και τι όχι.
Ο Αγιορείτης Μοναχός Μωυσής έγραφε: «Για να συμβουλέψεις κάποιον, θα πρέπει να έλθει γονατιστός και με δάκρυα, για να βεβαιωθείς ότι έχει όλη την ειλικρίνεια με το μέρος του και τότε να του πεις κάτι για το οποίο είσαι πέρα για πέρα βέβαιος»[1]. Όσο και να φαίνεται υπερβολικός ο λόγος, κρύβει την αλήθεια ότι δεν θα πρέπει εύκολα να συμβουλεύουμε.
Στο Γεροντικό αναφέρεται « για κάποιον αδελφό που έπεσε σε αμαρτία και, όταν πήγε να επισκεφθεί τον Αββά Λωτ, βρισκόταν σε ανησυχία, μπαίνοντας και βγαίνοντας και μη μπορώντας να καθίσει. Του λέγει ο Αββάς:
Κι εκείνος είπε:
Τότε του είπε:
Κι ο γέροντας του λέει:
Αφού συμπληρώθηκαν οι τρείς εβδομάδες, πληροφορήθηκε ο γέροντας ότι ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού κι έμεινε υποτασσόμενος στο γέροντα μέχρι την κοίμησή του»[2].
Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται πιο πολύ να νιώσει ότι «παίρνομεν επάνω μας» το πρόβλημά του παρά να του πούμε τι θα κάνει. Τότε, όντως, εκείνος ξαλαφρώνει κι εμείς χαιρόμαστε, αφού εφαρμόζουμε το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε το νόμο του Χριστού». (Γαλ.6,2)
[1] Αγρυπνία στο Άγιο Όρος, σ. 33
[2] Είπε Γέρων . . . , Αστήρ, Αθήναι 1974, σ.σ. 143-144