Ἀρχ. Παύλου Ἐγγλεζάκη

       Τά Εὐαγγέλια δέ λένε ποιός ἔφερε τά παιδάκια καί τά βρέφη στόν Ἰησοῦ. Ἴσως οἱ πατεράδες τους, μπορεῖ καί οἱ μητέρες ἤ τά μεγαλύτερα ἀδέλφια τους.

Τά ’φεραν, θυμᾶται ὁ Μάρκος, «γιά νά τ’ ἀγγίξει, ἀλλά οἱ μαθητές μάλωναν ἐκείνους πού τά ἔφεραν. Ὁ Ἰησοῦς, ὅμως, ὅταν τούς εἶδε, ἀγανάκτησε καί τούς εἶπε: Ἀφῆστε τά παιδιά νά ’ρχονται σέ μένα καί μήν τά ἐμποδίζετε, γιατί σέ ἀνθρώπους σάν κι αὐτά ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, σᾶς λέω, ὅποιος δέ δεχτεῖ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ σάν παιδί, αὐτός ποτέ δέ θά μπεῖ σ’ αὐτήν. Κι ἀφοῦ τά ἀγκάλιασε, τά εὐλογοῦσε, βάζοντας τά χέρια του πάνω τους». (Μάρκ. 10, 13-16).

      Τό ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ μεταδίνει χάρη, καί τά παιδάκια ἦλθαν στόν Ἰησοῦ ζητώντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές ὡστόσο δέν τό θεώρησαν ὀρθό νά ἐνοχληθεῖ ὁ Δάσκαλος γιά τά μικρά παιδιά, ἤ ἴσως δέ θεώρησαν πώς τά παιδάκια εἶχαν ἀνάγκη νά πάρουν ἤ μποροῦσαν νά δεχτοῦν τή θεία χάρη.

      Βλέποντάς το αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἀγανάκτησε, γράφει ὁ Μάρκος. Καί εἶναι ἡ μόνη φορά στά Εὐαγγέλια πού λέγεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀγανάκτησε. Συγκινήθηκε, ἐπιτίμησε, θύμωσε, μά μόνο ἐδῶ ἀγανάκτησε – γιά τή συμπεριφορά τῶν μεγάλων  πρός τά παιδιά. Ὅσοι προσπαθοῦν νά χωρίσουν τόν Ἰησοῦ ἀπό τά παιδιά θά ἀντιμετωπίσουν τήν ἀγανάκτησή του. Ὅσοι, ξέροντας τήν ἀδυναμία τους, ἔρχονται μέ ἐμπιστοσύνη στό Θεό, θά πάρουν δῶρο τή Βασιλεία του. Κι ἄς πᾶν νά λένε ὅ,τί θέλουν οἱ κριτές καί οἱ ἐπικριτές, οἱ λογικοί, οἱ συνετοί, οἱ δίκαιοι καί οἱ ὑπολογιστές. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι φτηνή, ἀλλά τό ἀντίτιμό της τό πληρώνει ὁ Ἴδιος, πού ξέρει τά «συμφέροντά» του καλύτερα ἀπό τούς «ὑπερασπιστές» του.

      Οἱ Φαρισσαῖοι, ὡς σήμερα ἀγωνίζονται νά ἐμποδίσουν τά παιδιά νά ἔλθουν στόν Ἰησοῦ. Νά μήν ἔρχονται στή λειτουργία, λένε τώρα, γιατί ἐνοχλοῦν, ἤ, γιατί δέν καταλαβαίνουν. Φαρισαῖε τυφλέ, μαζεύτηκε ποτέ καμιά οἰκογένεια στήν πατρική γιορτή χωρίς νά ’ναι καί τά παιδιά ἐκεῖ, νά τρέχουν, νά τρῶνε, νά φωνάζουν; Γιατί, λοιπόν, στό Δεῖπνο του δέν ἔχει δικαίωμα ὁ Δεσπότης νά ἔχει κοντά του τά παιδιά του; Κι ἄν τά πετάξεις ἔξω καί τά σιωπήσεις αὐτά, νομίζεις θά προσευχηθεῖς; Γιά σέ δέ θά λαλήσουν τ’ ἀηδόνια (τά ’χεις σκοτώσει μέσα σου).

       Κανείς δέν μπορεῖ νά χωρίσει τόν Ἰησοῦ ἀπό τά παιδάκια. Ἀπό τά μουντά βιομηχανικά προάστια τῆς σύγχρονης Τεχνούπολης ὡς τούς μελαγχολικούς προσφυγικούς συνοικισμούς, ὅπου στή γῆ οἱ μαύροι ἄνθρωποι ἔχουνε κλείσει τά παιδιά, ὁ Ἰησοῦς εἶναι μαζί τους – ἔτσι ὅπως τόν εἶδε ὁ Rouault στόν πίνακά του Le Christdans labanlieue. Στό μακρύ σκοτεινό δρόμο μέ τά σπίτια ἀποθῆκες, μέ τίς πελώριες μαῦρες πόρτες καί τ’ ἀτέλειωτα μονότονα παράθυρα πού χάσκουν σάν δαιμονικά ἄδεια μάτια, ἡ ἀπαίσια καπνοδόχος δέν μπορεῖ νά κρύψει τό φεγγάρι. Κι ὁ Χριστός συνοδεύει στήν ἐρημιά δυό μοναχικά παιδάκια.

 

 

 

Subscribe to Email