Γέροντα Τρύφωνα του Βάσον

     Μια μέρα καθόμουν σε μια καφετέρια στο Σηάτλ με το λάπτοπ μου ανοιχτό και απαντούσα στην αλληλογραφία μου. Λίγο πιο πέρα, σ’ ένα άλλο τραπεζάκι κάθονταν δύο νέοι που φαίνονταν σπουδαστές. Ένας από αυτούς έκανε ένα αγενές σχόλιο που προοριζόταν μάλλον για τα δικά μου… αυτιά. Συγκεκριμένα είπε ότι μόνον ένας ηλίθιος θα πίστευε στον Θεό. Του χαμογέλασα και συνέχισα τη δουλειά μου.

     Πριν φύγω από την καφετέρια, αγόρασα δύο κάρτες δώρου και παρακάλεσα την κοπέλα του καταστήματος να τις δώσει στους δύο νεαρούς όταν θα έχω φύγει. Μετά από δύο βδομάδες ξαναπήγα στην καφετέρια. Εκεί ήταν και οι δύο νεαροί. Ήρθαν στο τραπέζι μου και ρώτησαν αν μπορούσαν να καθίσουν. Τους χαμογέλασα πλατιά και είπα ότι θα ήταν μεγάλη μου χαρά να καθίσουμε μαζί.

     Ο ένας από τους δύο με ρώτησε γιατί τους πρόσφερα τις δωροκάρτες τη στιγμή που εμφανώς με είχαν προσβάλει.  Τους είπα ότι ο Θεός μου είχε πει να τις αγοράσω και ότι το δώρο ήταν δικό Του. Ο ένας από τους δύο δάκρυσε και ζήτησε συγνώμη. Του είπα ότι τον είχα συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή που είπε τα λόγια εκείνα, επειδή ο Χριστός τον αγαπά. «Μπορώ άραγε να μην αγαπώ εκείνους που ο Χριστός αγαπά;», ρώτησα.

 

Subscribe to Email