Μαρίας Χριστοφίνας

Ανήμερα της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου, 15 Αυγούστου του 1974 κι ο θρήνος απλωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού μας.  Οι καμπάνες δεν κτυπούσαν χαρμόσυνα για τη γιορτή, μα λυπητερά, μ’ ένα ήχο αλλόκοτο, ξένο για τη χαρά της μέρας.  Σκηνές αλλοφροσύνης ξετυλίγονταν παντού.  Ο κόσμος έφευγε μ’ όποιο μέσο είχε για να σωθεί από τη μανία του κατακτητή.  Η προδοσία ολοκλήρωσε την καταστροφή και τον ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων από τις πατρογονικές τους εστίες.

Το παλιό φορτηγό, αφήνοντας ένα δυνατό μουγκρητό, σταμάτησε καταμεσής του κάμπου, σ’ ένα πυκνό σύννεφο σκόνης.  Το ανθρώπινο φορτίο, που κουβαλούσε στην κάσα του, ταλαντεύτηκε επικίνδυνα κι ύστερα απόμεινε να κοιτάζει βουβό.  Ανήμποροι γέροι πιασμένοι σφικτά στα σκουριασμένα κάγκελλα, καμπουριασμένες γριές τυλιγμένες στις μαύρες μαντήλες τους, παιδιά γαντζωμένα στις ποδιές των μανάδων τους, άντρες ξυπόλητοι και κατασκονισμένοι, κοπέλλες με το κεφάλι σκυφτό, ντροπιασμένες από τη βία του κατακτητή, γυναίκες με βρέφη κρεμμασμένα στα κατάστεγνα στήθη τους.  Ένα μακρόσυρτο μοιρολόι πήρε ν’ απλώνεται στα χείλη τους κι έμοιαζαν όλοι σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.

«Κατεβείτε!» ακούστηκε ξερά η φωνή του οδηγού κι έκανε τις καρδιές να παγώσουν στην αυγουστιάτικη λαύρα.  Βιαζόταν να γυρίσει για νέο φορτίο.  Πού να κατέβουν όμως τόσες ψυχές αφού δεν χωρούσαν άλλοι.  Ένας παραπάνω και θα τέλειωνε με μιας ο αέρας που ανάπνεαν.

«Γρήγορα!»  Ικέτεψε προστακτικά και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε απάνω στην κάσα, σπρώχνοντάς τους μαλακά να κατέβουν.

Τελευταία απόμεινε σκυφτή και κουλουριασμένη στη γωνιά, μια γριά μαυροφόρα.  Δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τα όσα γίνονταν γύρω της.  «Μάνα…» της ψιθύρισε απαλά μη τύχει και την τρομάξει όμως απόκριση δεν πήρε.  «Έλα…» την παρακάλεσε και προσπάθησε να τη σηκώσει.  «Δεν επρόλαβα να πάρω το πρόσφορο στην εκκλησία…»  Στην αγκαλιά της κρατούσε σφικτά το εικόνισμα της Παναγίας.  «Εν η γιορτή της σήμερα γιε μου…» και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.  Από μικρός την έβλεπε να προσεύχεται και ν’ ανάβει το καντήλι στο μικρό εικονοστάσι του σπιτιού τους.  «Πάρε με πίσω…» έκλαιγε κι όλο έσφιγγε στο στήθος το εικόνισμα εκλιπαρώντας την Μεγαλόχαρη να γλυτώσει τον κόσμο από τούτο το κακό.

Subscribe to Email