Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος

        Ὑπῆρχε ἕνας μοναχός πού λεγόταν Ἠσύχιος τοῦ Χωρηβίτου. Αὐτός ζοῦσε ἀμελέστατα χωρίς τό παραμικρό ἐνδιαφέρον γιά τήν ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη νά ἀσθενήσει βαρύτατα καί νά φθάσει στό σημεῖο, ὥστε ἐπί μία ὥρα ἀκριβῶς νά φαίνεται ὅτι ἀπέθανε.

        Συνῆλθε ὅμως πάλι, ὁπότε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νά φύγωμε ἀμέσως. Καί ἀφοῦ ἔκτισε τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς νά ὁμιλήσει καθόλου μέ κανένα. Ὅλο αὐτό τό διάστημα δέν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό ψωμί καί νερό. Καθόταν μόνο ἐκστατικός ἐμπρός σέ ἐκεῖνα πού εἶδε στήν ἔκστασή του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ὥστε ποτέ πλέον δέν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασής του. Καί πάντοτε σάν ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καί συνεχῶς θερμά δάκρυα.

       Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τήν πόρτα καί εἰσήλθαμε μέσα. Καί ἀφοῦ πολύ τόν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο εἶπε: «Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί. Αὐτός πού ἐγνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δέν θά μπορέσει ποτέ πλέον νά ἁμαρτήσει». Ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε βλέποντας τόν ἄλλοτε ἀμελέστατο νά ἔχει μεταμορφωθεῖ τόσο ἀπότομα μέ τήν μακαριστή αὐτή ἀλλαγή καί μεταμόρφωση.

 

Subscribe to Email