Νίκου Ὀρφανίδη

Σκέφτομαι πώς ἔπρεπε νά περάσουν χρόνια, γιά νά ὑποψιαστοῦμε πώς παράστεκε δίπλα μας ἡ πολλαπλῶς ἁγιασμένη ὁροσειρά τοῦ Πενταδακτύλου, ὡς «τό βουνό τῆς Παναγίας», μέ ὅλους τούς ἁγίους του καί ἐξόχως μέ ὅλα ἐκεῖνα τά μοναστήρια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, νά μᾶς φρουροῦν κατά τρόπο μυστικό καί στοργικό. Καί ἐσχάτως, σκέφτομαι, μέ ὅλους τούς νεομάρτυρες τῆς εἰσβολῆς. 

Μένω μόνο στά μοναστήρια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν Πενταδάκτυλο: Παναγία Ἐλεούσα στήν Καρπασία, Παναγία Περγαμηνιώτισσα στήν Ἀκανθοῦ, Παναγία Μελανδρύνα ἀνατολικά τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, Ἀχειροποίητος στήν ἀρχαία Λάμπουσα, πού τήν ἐπισκεπτόμαστε καί προσκυνούσαμε παιδιά. Ἔτσι καί στή Λιθράγκωμη ἡ Παναγία ἡ Κανακαριά. Κι ἀνάμεσά τους ἡ Παναγία τῆς Καντάρας, μέ τούς μοναχούς ἐκείνους πού μαρτύρησαν καί πού ἑορτάζουμε στίς 19 Μαΐου, ἡ Παναγία τοῦ Τοχνιοῦ, ἔξω ἀπό τίς Μάνδρες Ἀμμοχώστου, στά ἀνατολικά, ἡ Παναγία ἡ Ὑπάτη, δυτικά τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἀντιφωνητῆ Χριστοῦ, πάνω ἀπό τό χωριό Ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἡ Παναγία ἡ Ἀψινθιώτισσα, ἕνα μοναστήρι πού ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα τῆς μεσαιωνικῆς Κύπρου, πού κατά τόν χρονικογράφο τοῦ 15ου αἰώνα Γεώργιο Βουστρώνιο σ’ αὐτό εἶχε μεταβεῖ γιά ἀποχαιρετιστήριο προσκύνημα, μαζί μέ ὅλο τό σῶμα τῶν εὐγενῶν, ἡ τελευταία βασίλισσα τῆς Κύπρου, ἡ Αἰκατερίνη Κορνάρο, ἡ Παναγία ἡ Ἀσπροφορούσα στό μαγευτικό ἀββαεῖο τοῦ Πέλλα Πάις, ἡ Παναγία ἡ Γαλατερούσα ἤ Στάζουσα πιό πέρα στόν Καραβά, κι ἡ Παναγία ἡ Κρινιώτισσα, στή Λάπηθο, κι ἡ Παναγία τῶν Καθάρων, στήν νότια πλαγιά τῆς κορφῆς Κόρνος, δυτικά τοῦ χωριοῦ Λάρνακας τῆς Λαπήθου. Μοναστήρια ὅλα αὐτά. Καί σκέφτομα καί τήν Παναγία τῶν Περβολιῶν στό Δίκωμο, τόσα καί τόσα διάσπαρτα ξωκκλήσια καί παρεκκλήσια καί ναούς ἐνοριακούς στά σκαρφαλωμένα στόν Πενταδάκτυλο χωριά μας, μέσα στό κύμα τό ἁλμυρό καί τά ἀνθοφορούντα δάση καί πλαγιές. Καί στό μέσον ὁ Χριστός Ἀντιφωνητής, μέ ἐκεῖνες τίς ἐκπληκτικές τοιχογραφίες καί ἁγιογραφίες. Καί ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος. Καί σκέφτομαι, ἀκόμα, πώς ἐμεῖς στήν Κυθρέα εἴχαμε ψηλά στόν Πενταδάκτυλο τήν Παναγία τήν Πλατανιώτισσα, πού τή λειτουργοῦσαν οἱ παπποῦδες μας μία φορά τό χρόνο καί πού τά ἐρείπιά της μᾶς ἀκολουθοῦσαν μυστικῶς. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς  ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου ἀνέβαιναν στό βουνό, καί ἀνέπεμπαν, ἑορτάζοντες, μέσα στό δάσος φωνές καί ὕμνους αἰνέσεως στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί ἐκεῖνο τό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Θεοτόκου καί τήν Παναγίας τῆς Χαρδακιώτισσας, μέ τήν ἱστορική της εἰκόνα. Σκέφτομαι, λοιπόν, πώς ὅλα αὐτά μᾶς ἀκολουθοῦν – καί θά μᾶς ἀκολουθοῦν εἰς τόν αἰώνα – ὡς ψηλαφητή μαρτυρία τῆς Ἑλληνορθόδοξης παρουσίας μας σέ τόπους ἁγιασμοῦ καί χάριτος.

 

 

Subscribe to Email