π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

    «Ζούμε σ’ ένα κόσμο μαγικό»[1], με τις ομορφιές και τις ασχήμιες του, με την ποικιλία χαρακτήρων και νοοτροπίας ανθρώπων, με τις φωτεινές μέρες και τις ασέληνες νύχτες του. Όλα συμβάλλουν στο «μέγιστο μάθημα». Κατά τον ποιητή Θεοδόση Νικολάου:

«Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός

πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε

την ίδια ποσότητα του σκότους.

Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας

πρέπει τα δάκτυλά μας

να ψηλαφήσουνε το περίγραμμα της απουσίας της»[2].

     Είναι αλήθεια ότι οι δυσκολίες και τα αρνητικά της ζωής μας έγιναν οι καλύτεροι εκπαιδευτές μας που ενίσχυσαν τη γνώση για τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας συνοδευόμενη ίσως και με μία «σκληρότητα», μία αποστασιοποίηση ενδεχομένως, που ενεργεί ως προστασία για να μην πονέσουμε πάλι.

     Οι όποιες δοκιμασίες που συναντούμε, συνήθως χωρίς να το περιμένουμε, μας σπρώχνουν να βρούμε τον αίτιο. Συνδυάζοντας την παντοδυναμία του Θεού και την ανθρώπινη αδυναμία, αβίαστα ρίχνουμε την ευθύνη σ’ Αυτόν, εφόσον πιστεύουμε ότι είτε τα δίνει τα κακά που μας συμβαίνουν είτε τα επιτρέπει, αφήνοντάς τα, δηλαδή, να γίνουν χωρίς να τα εμποδίσει.

     Αν και οι δυσκολίες μάς μαθαίνουν το «μέγιστο μάθημα», δεν παύουν να είναι ξένες από το Θεό. Ο Θεός της αγάπης δεν χρησιμοποιεί το κακό για να έλθει το καλό σε μας ούτε χρειάζεται το διάβολο για να σώσει τον άνθρωπό του.

     Οι αντιλήψεις περί Θεομηνιών, οι ειδήσεις περί παιδιών που πεθαίνουν από την πείνα, οι βασανιστικές ασθένειες και γενικά τα βάσανα των ανθρώπων «όπου γης», δεν έχουν να κάμουν καθόλου με το Θεό της Ορθοδοξίας που «πεθαίνει για να ζήσει ο κόσμος».

     Ο δικός μας Θεός κι όχι των θρησκειών, ήλθε για ν’ ανατρέψει τα έργα του διαβόλου και να φέρει τη χαμένη χαρά του παραδείσου.

     Η ομορφιά της φύσης, το κελάηδημα των πουλιών, η ανατολή του ηλίου, η θέα από την κορυφή ενός βουνού, η απεραντοσύνη της θάλασσας, ο καλοκαιρινός νυχτιάτικος ουρανός με τα αμέτρητα αστέρια, κι όλα όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με τις αισθήσεις μας είναι παράθυρα του παραδείσου.

     Το γέλιο του παιδιού που τρέχει στην αγκαλιά της γιαγιάς και η χαρά του όταν παίζει με τη μάνα ή τον πατέρα του, η ευχαρίστηση που νιώθει το γεροντάκι που κάθεσαι υπομονετικά κι ακούς τις ιστορίες της ζωής του, η διασκέδαση πού πηγάζει από τα κοινά τραγούδια των φίλων, η ανάπαυση που θα αισθανθεί από τη βοήθεια των περαστικών ο πληγωμένος από δυστύχημα, η ανακούφιση που θα πάρει από την απρόσμενη οικονομική ενίσχυση ο φτωχός οικογενειάρχης, κι άλλα πολλά μικρά και μεγάλα, είναι παράθυρα του παραδείσου.

     Όπως, ακόμα, το αίσθημα της ελευθερίας μετά την εξομολόγηση, η πληρότητα της καρδιάς που έρχεται μετά την ταπεινή προσευχή για τον εαυτό σου μα πιο πολύ για τους άλλους, η χαρά που γέφτηκες από την προσπάθεια που έκανες για να εφαρμόσεις τις εντολές του Χριστού γιατί Τον αγαπάς, η εμπειρία της συνάντησης με τον «ανέκφραστο, αόρατο, ακατάληπτο» Θεό κατά τη Θεία Λειτουργία, είναι παράθυρα του παραδείσου.

     Τότε κατανοείς την πορεία από το νυν στο αεί.

[1] Τραγούδι Χάρις Αλεξίου, Ελένη.

[2] Εικόνες, Κύπρος 1988, σ. 19

Subscribe to Email