Για τους κεκοιμημένους σε παρακαλώ, Κύριε. Για όσους έφυγαν απ’ αυτό το φθαρτό κόσμο και εισήλθαν στον επέκεινα, όπου «ουκ έστι πόνος ή λύπη ή στεναγμός». Για όλους εκείνους που δεν μπορούν να σ’ απολαύσουν ως Φως αληθινό, που θέλουν και δεν μπορούν, ένεκα παθών, και βασανίζονται.
Αλήθεια, πώς γίνεται να μην νικήσει «το άμετρον του ελέους Σου» και η παντοδύναμη θέλησή Σου, ώστε όλοι, όπως και να έζησαν, ό,τι και να ήταν επί της γης, να μπορέσουν, τελικά, να απολαύσουν Εσένα, τον Παράδεισο; Όντως, μυστήριο το θέμα της κόλασης! Ακατανόητη η αγάπη Σου!
Απλά, σε παρακαλώ «υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών ημών», αφού αυτοί αδυνατούν να κάνουν πια κάτι. Σε παρακαλώ για τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους, γνωστούς και άγνωστους, τους οικείους της πίστεως, των συγγενών κατά σάρκα και για τους «εν πολέμω πεσόντας».
Όχι, βέβαια, γιατί Εσύ χρειάζεσαι από μένα παρακάλια, αλλά γιατί ως ιερέας Σου μου ζητάς να προσεύχομαι υπέρ του λαού Σου, ζώντων και τεθνεώτων, ώστε δια της αγάπης, εν Πνεύματι Αγίω, να γίνουμε όλοι ένα.
«Ίνα πάντες εν ώσι». Αμήν!
π. Ανδρέας