Ἀρχ. Παύλου Ἐγγλεζάκη

      Παιδιά χωρίς παιχνίδια δέ γίνεται. Τά παιδιά μπῆκαν στά Εὐαγγέλια μέ τά παιχνίδια τους. Στό ἑνδέκατο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου ὁ Ἰησοῦς, γιά νά ἐλέγξει τούς συγχρόνους του, θυμήθηκε ἕνα παιχνίδι πού θα ’παιξε μικρός πολλές φορές. «Ἀλλά μέ τί νά παρομοιάσω τή γενιά αὐτή; Εἶναι ὅμοια μέ παιδικές ὁμάδες πού κάθονται στίς πλατεῖες καί φωνάζοντας ἡ μία ὁμάδα στήν ἄλλη λένε: Φλογέρα σᾶς παίξαμε καί δέ χορέψατε. Σᾶς μοιρολογήσαμε καί δέν κλάψατε.  Διότι ἦρθε ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε τρώει οὔτε πίνει, καί λένε: Ἔχει δαιμόνιο!  Ἦρθε ὁ Γιός τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καί τρώει καί πίνει, καί λένε: Δεῖτέ τον! Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος καλοφαγάς καί κρασοπότης, φίλος τελωνῶν κι ἁμαρτωλῶν! Καί δικαιώθηκε ἔτσι ἡ σοφία ἀπό τά παιδιά της». (Ματθ. 11. 16-19)

      Τά παιδιά τῆς παραβολῆς αὐτῆς εἶναι φανερό πώς παίζανε στήν πλατεία τό «γάμο» καί τήν «κηδεία». Τά μισά ἤθελαν τό ἕνα παιχνίδι πρῶτα, τά ἄλλα τό ἄλλο. Χωρίστηκαν σέ δυό ἀντίθετες ὁμάδες καί τσακώθηκαν. Στό τέλος ἡ πρώτη ὁμάδα ὑποχώρησε στό θέλημα τῆς ἄλλης κι ἄρχισε νά παίζει τό «γάμο», οἱ ἄλλοι ὅμως, θυμωμένοι, ἀρνήθηκαν νά χορέψουν. Ἄλλαξε τότε ὁ σκοπός κι ἄρχισε ἡ ὁμάδα νά κάνει τίς μοιρολογίστρες στήν κηδεία. Μά οἱ ἄλλοι, ἀνυποχώρητοι, ἀρνήθηκαν ν’ ἀρχίσουν νά κτυποῦν τά στήθια τους. Κάθησαν τότε τά δυό τσοῦρμα στίς δυό ἄκρες τῆς ἀγορᾶς (ἐκεῖ ὅπου στήν Ἀνατολή παίζουν τά παιδιά) κι ἄρχισαν νά ἀλληλοκατηγοροῦνται καί νά φωνάζουν.

      Τέτοια, λέει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἡ στάση τῶν συγχρόνων του ἀπέναντι στούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ. Μέ τίποτε δέν εὐχαριστιοῦνται καί ὅλους τούς βρίσκουν ψεγάδια, ἀνόητοι σάν καί τά ἄτακτα παιδιά τῆς δεύτερης ὁμάδας, πού χάλασαν τό παιχνίδι, γιατί πεισματώθηκαν κι ἀρνήθηκαν νά καταλάβουν καί ν’ ἀνταποκριθοῦν.

       Ὁ Ἰησοῦς ξέρει τίς ἰδιοτροπίες καί τά πείσματα τοῦ παιδιοῦ, δέν εἶναι ρομαντικός καί δέν τό ἐξιδανικεύει. Τά παιδιά τῆς δεύτερης ὁμάδας τά ἔδωσε παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων πού «παιδία ταῖς φρεσίν», καθώς ἔγραφε ὁ Παῦλος, κλυδωνίζονται καί περιφέρονται ἀπό κάθε ἄνεμο «ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων».

       Μά τά παιδιά τῆς πρώτης ὁμάδας δόθηκαν παράδειγμα τῆς ὀργῆς τοῦ Φοβεροῦ Κριτῆ. Τό πικρό παράπονό τους εἰκόνισε τήν ὀργή τῆς ἀπορριμένης Ἀγάπης, πού εἶναι ἡ πιό φοβερή ὀργή ἀπ’ ὅλες. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία δέν εἶναι παρά ἡ προσπάθεια τοῦ Θεοῦ νά πείσει τούς ἀνθρώπους νά ἔλθουν στή γιορτή του καί νά εὐφρανθοῦν μαζί Του, καί οἱ ἀτέρμονες, ἀνόητες προφάσεις τους γιά νά μήν ἔλθουν.

 

 

 

 

Subscribe to Email