Αρχιμ. Ανανία Κουστένη

Είναι μεγάλη μεταμόρφωση ν’ αγαπά κανείς. Ο Βίκτωρας Ουγκώ στους «Αθλίους» λέει: «Εάν είσαι άνθρωπος, γίνε αγάπη. Κι αν δεν υπήρχε κάποιος ν’ αγαπά, θα έσβηνε ο ήλιος». Κι όταν μάθουμε αυτή τη τέχνη κι αυτό τον τρόπο της θεϊκής αγάπης, είμαστε στο δρόμο του Θεού. Κι έχομε ελπίδες. Χρηστές ελπίδες για το μέλλον. Το δικό μας και των άλλων. Και συνεχίζει ο Χριστός να μας ευλογεί. Και συνεχίζει η Παναγία να μας παίρνει απ’ το χεράκι. Και να μας οδηγούν μέσα στον άγιο Δεκαπενταύγουστο και οι δυο μαζί, με τα μελτέμια και τους δροσισμούς της φύσεως και της χάριτος και να μας φέρνουν στο ακύμαντο λιμάνι της Εκκλησίας. Χωρίς να το καταλάβομε και να το αντιληφθούμε. Γι’ αυτό είναι καλό να αφηνόμαστε στη χάρη Τους και στη στοργή Τους. Στην προστασία και στην πρόνοιά τους. Εκείνοι μας ξέρουν απόλυτα και καλά. Εμείς τον εαυτό μας ελάχιστα τον γνωρίζουμε, δυστυχώς. Αφού, όμως, Εκείνοι μας ξέρουν, όπως προείπαμε, ας Τους δείχνουμε κι ας Τους έχομε εμπιστοσύνη κι ας αφηνόμαστε στα χεράκια τους. Ας τους μιλάμε. Ας τους ευχαριστούμε. Ας τους δοξολογούμε. Ας παραπονιόμαστε. Ας λέμε τα βάσανά μας. Τα όποια σκοτάδια μας. Τις όποιες πληγές μας. Τα όποια λάθη μας. Κι Εκείνοι τα παίρνουν. Τα σηκώνουν. Κι αφήνουν τη χάρη και την αγάπη, τη στοργή, την τρυφερότητα και την απαλότητα. Και το φως το ουράνιο, το φως το αληθινό. Τότε γινόμαστε παιδάκια του Χριστού και της Παναγίας. Ανάλαφρα παιδάκια. Χαριτωμένα παιδάκια. Αγγελούδια παιδάκια. Και χαιρόμαστε. Και σκιρτούμε. Και αγαλλόμεθα. Και ευχαριστούμε, προπαντός, ευχαριστούμε τον Χριστό και την Παναγιά. Τους πνευματικούς μας γονείς. Τους ευεργέτες μας. Τους δικούς μας. Και δεν τους αφήνομε.

Κι αν λάχει και ξεφύγουμε και πάρουμε άλλο δρόμο και μπούμε αλλού, Τους θυμόμαστε εκεί ξαφνικά, καθώς η χάρη Τους και πάλι μας φωτίζει και γυρίζομε πίσω. Και ξαναρχόμαστε κοντά Τους. Κι Εκείνοι, όπως είπαμε και στην αρχή, μας δέχονται και μας καταδέχονται. Μας συγχωρούν. Και μας κρατούν κοντά Τους. Και η αγάπη αυτή του Χριστού και της Παναγιάς δεν έχει τελειωμό. Είναι πανθαύμαστη. Είναι περίδοξη. Είναι λαμπρή. Είναι ωραία. Είναι μοναδική. Γι’ αυτό και όταν την αφήνομε, εμείς χάνομε. Εμείς δυσκολευόμαστε. Εμείς πονάμε. Και κάνομε και τον Χριστό και την Παναγιά να μας κλαίνε. Να μας πονάνε. Και το σπουδαιότερο, να μας ψάχνουν. Να γυρίζουν τις γειτονιές του κόσμου, αλλά και τις γειτονιές και τους δρόμους της ψυχής μας, να μας βρουν. Να μας φέρουν πάλι και πάλι και πολλάκις κοντά Τους και μαζί Τους.

Subscribe to Email