Γιώργου Κυπριανοῦ

    Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατασκευασμένος ὡς ζῶον «ἐρωτικόν». Ὡς καρπός τοῦ θείου ἔρωτος ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καί κινεῖται πάντοτε μέσα στήν ἐρωτική του διάσταση. Κάθε του κίνηση, κάθε του πόθος, κάθε του σχέση, κάθε του ἐπιλογή, κάθε του πάθος ἀφορμᾶται ἀκριβῶς ἀπό τόν ἐγγενή πόθο του γιά ἐρωτική σχέση καί πλήρωση. Ἐρωτεύεται τή ζωή, ἐρωτεύεται τή φύση, ἐρωτεύεται τόν ἄλλο ἄνθρωπο, ἐρωτεύεται τόν Θεό. Αὐτή ἦταν ἡ φυσική του ροπή καί τάση. Δημιουργήθηκε ἀπό καί γιά τόν ἔρωτα. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ἡ περιγραφή τῆς παρουσίας καί δράσης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό μέσα στόν παράδεισο. Ἡ αἴσθηση καί συναίσθησή του γύρω ἀπό τή σχέση του μέ τήν φύση, τό συνάνθρωπό του καί τόν Θεό ἦταν καθαρά ἐρωτική, ἐν-παθής καί ἔντονη.   

    Ὅλα ὅμως ἀλλάζουν καί ἐκτρέπονται ὅταν πλέον ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν «ἄλλη» ὁδό καί ἐνδίδει στήν πρόκληση τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς φιληδονίας. Ἐνῶ ὄντως ἡ ἐγγενής φύση του εἶναι ἐρωτική, ἐντούτοις χάνει τόν καθαρό της προορισμό καί τήν πρώτη της ἔκφραση. Δέν ἔχει στόχο τήν χαρά καί εὐφροσύνη ἀλλά μᾶλλον τήν ἐγωϊστική ἀπόλαυση καί εὐδαιμονία. Δέν ἔχει στόχο τήν ἐπικοινωνία καί τήν ἐμπειρία τῆς κοινῆς συνύπαρξης ἀλλά τήν ἀτομιστική ἡδονή. Δέν ἔχει στόχο τήν ἱκανοποίηση καί τόν σεβασμό τοῦ ἄλλου ἀλλά τήν ἱκανοποίηση καί χρησιμοποίησή του. Δέν ἔχει στόχο τόν Θεό ἀλλά τόν ἴδιο.

    Ἡ ἐρωτική του ἔκφραση ἀλλοτριώνεται καί ἐμποτίζεται μέ τόν ἐγωϊσμό, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Ὁ ἄνθρωπος πλέον συνεχίζει νά ἐρωτεύεται ἀλλά ἄνευ λογικῆς, μέτρου καί ὁρίων. Ἐρωτεύεται τήν ὕλη, ἐρωτεύεται τά πράγματα, ἐρωτεύεται τήν ἐργασία του, ἐρωτεύεται τό σῶμα του, ἐρωτεύεται τό σῶμα τοῦ ἄλλου καί ὄχι τόν ἄλλο ὡς πρόσωπο πρός ἐπικοινωνία καί ἀλληλοσυμπλήρωση. Ἐρωτεύεται τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τά ὁποῖα βαπτίζει ἴδια τοῦ χαρακτήρα του, ἐρωτεύεται τίς οὐσίες, παραδίδεται ἀχαλίνωτα σέ ὅποιον καί σέ ὁτιδήποτε ἱκανοποιήσει ἐπιθυμίες, ὁρέξεις, τάσεις καί  ἀδυναμίες του.  

    Μόνο ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ αἴσθηση καί ἡ συναίσθηση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου γύρω ἀπό τή σχέση του σήμερα μέ τή φύση, τό συνάνθρωπό του καί τόν Θεό. Καθόλου δέν ξενίζει τούς γνωστικούς τοῦ θέματος ἡ ἀχαλίνωτη σαρκολαγνία, ἡ ἄκρατη ὑλιστικότητα, ἡ ἀπειθάρχητη συμφεροντολογία, ἡ ἐξωφρενική βιαιοπραγία, ὁ ἀδάμαστος καταναλωτισμός καί ἡ καταβαράθρωση κάθε ἠθικῆς τῆς σύγχρονης ζωῆς. Εἶναι ὡσάν νά χάθηκε τό κέντρο βάρους, τό ἰσοζύγιο καί ἡ ἰσορροπία τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ καί ὅλα τρέχουν καί γυρίζουν ἄτακτα μέσα του, χωρίς πυξίδα καί μέτρημα. Ἐπικρατεῖ σύγχυση, ἀλλοφροσύνη καί ἀμετροέπεια.

    Τό ζητούμενον, λοιπόν, εἶναι ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῆς ὀντολογίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἡ οὐσία αὐτή καθεαυτή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἔρωτας στή σωστή του διάσταση καί βάση. Ἡ χριστιανική ἀνθρωπολογία εἶναι ξεκάθαρη. Μόνο ἐρώμενος ἀπόλυτα τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν χαμένη του ταυτότητα καί ἰσορροπία. Μόνο τότε ὅλα ἐγκεντρίζονται καί ἐγκαινίζονται. Ἐπιστρέφει ξανά στόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἄλλου ὡς πρόσωπο καί τῆς φύσης ὡς δῶρο καί δοξολογία. Ἀρχίζει νά γίνεται οὐσιαστικά εὐτυχισμένος καί ὄχι ἁπλά χαρούμενος. Συναντᾶ τήν ἁρμονία τῆς ὕπαρξής του, τόν ἀληθῆ, πλήρη καί αὐτάρκη ἑαυτό του.  Ἐπανασυνδέεται μέ τήν πηγή τῆς ὕπαρξής του, τόν μαζί του ἀδιαλείπτως θυσιαστικά ἐρωτευμένο Θεό. Ὅλα ἐκεῖ πρέπει νά καταλήγουν καί ἀπό κεῖ νά ἀφορμοῦνται: στήν ἐν Θεῷ ἀνάπαυση τῆς καρδίας του.

Subscribe to Email