Σύντομη Εισαγωγή στο Θέμα 
Ομιλία του Θεολόγου Δρ. Βενέδικτου Εγγλεζάκη στο 9ον Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου την 26ην Μαρτίου 1979. 


Στην οριζόντια διάσταση της η Εκκλησία, σαν σύναξη ανθρώπων και πρόσκληση για τη σύναξη της ανθρωπότητας, είναι, από τον ίδιο τον ορισμό της, φαινόμενο κοινωνικό. «΄ Ενας Χριστιανός-κανένας Χριστιανός», λέει το αρχαίο Χριστιανικό ρητό.  


«Η Εκκλησία και το κοινωνικό πρόβλημα»Η κοινωνική διάσταση του κηρύγματος και του γεγονότος της Εκκλησίας οφείλει σήμερα να λάμψη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων.  Στον κυκεώνα των σύγχρονων κοινωνικών ανακατατάξεων, εκζητήσεων, αγώνων, ενθουσιασμών και απογοητεύσεων, η Εκκλησία, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο αρχικό της μήνυμα, δεν πρέπει να φοβάται ή να αμφιβάλλη: Χάρη στο Ευαγγέλιο κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο.

  Α. Ο Κύριος της Εκκλησίας και το πρόβλημα.

Μέσα στην αδικία και τη σύγχυση της Παλαιστίνης των αρχών του πρώτου αιώνα, ο Ιησούς έρχεται να θεραπεύση τον άνθρωπο ολόκληρο, σώμα και ψυχή. Το κήρυγμα του ηχεί μέσα σ΄ ένα κόσμο θρησκευτικά απορημένο, πολιτικά υπόδουλο, κοινωνικά καταπιεσμένο. Μιλά στους μιγάδες Γαλιλαίους, στους αιρετικούς Σαμαρείτες, στους ορθόδοξους Ιουδαίους.  Προσδέχεται τους σοσίλογους τελώνες και τις μιαρές πόρνες, ξενίζεται από τους υποκριτές Φαρισσαίους και διαλέγεται με τους κυνικούς σαδδουκαίους, περιλαμβάνει μεταξύ των μαθητών του ένα πεπεισμένο ζηλωτή και έναν ευσχήμονα βουλευτή, μακαρίζει τους πτωχούς, αλλά και για κανένα δεν λέγεται πως αγαπήθηκε από Αυτόν με το πρώτο βλέμμα, παρά για έναν πλούσιο νεανίσκο.  Ο Κύριος μένει πάνω και πέρα απ΄ όλους και όλα, “διά τον αυτόν γινώσκειν πάντας” (Ιωάν. β΄ 24).

Γι΄ αυτό,

(α) Απορρίπτει ενσυνείδητα τη χρήση βίας για σκοπούς επιβολής δικαιοσύνης: «πάντες γαρ οι λαβόντες μ 

άχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. κστ΄ 52). Η βία θα προκαλεί πάντα την αντιβία και ο κύκλος θα είναι πάντα φαύλος. Κέντρο της διδαχής του Ιησού και ειδοποιός διαφορά της από κάθε άλλη διδαχή, φιλοσοφία, ηθική είναι η αγάπη των εχθρών, θεομίμητη στάση, μόνη αξία του κατ΄ εικόνα Θεού δημιουργήματος. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε περί των επηρεαζόντων υμάς..» (Λουκά στ΄ 27 εξ.),

(β) Αρνείται στον άνθρωπο το δικαίωμα να κρίνει, όχι διότι δεν έβλεπε το πρόβλημα της ενοχής και της λύτρωσης, αλλά διότι γνώριζε πως η ενοχή είναι γενική και η ανάγκη λύτρωσης καθολική: «ο αναμάρτητος υμών πρώτος επ΄ αυτήν βαλέτω λίθον» (Ιωάν. η΄ 7),

(γ) Αναγγέλλει ότι η τελική απόφαση θα εκδοθή από δικαστήριο μεγαλύτερο από ανθρώπινο.  Και προειδοποιεί πως εκεί το άφευκτο μέτρο και ο μόνος κανόνας θα είναι ο φτωχός αδελφός, ο εμπερίστατος πλησίον, από αυτόν θα εξαρτηθή το αιώνιο μου μέλλον. «Εφ΄ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).

Ως προς το ζήτημα της περιουσίας και της ιδιοκτησίας ο Κύριος της Εκκλησίας,

(α) Επικρίνει τον «μαμωνά της αδικίας» (Λουκά ιστ΄ 9,11), όχι ένεκα κάποιου «κοινωνικού προγράμματος», αλλά διότι στερεί τον άνθρωπο από κάτι άπειρα πολυτιμώτερο και αιώνια άφθαρτο: την αθάνατη αγάπη και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην καλοσύνη της καρδιάς του Ουράνιου Πατέρα.

(β) Αποφεύγει, για τον ίδιο λόγο, το έτοιμο παράδειγμα του εσσενικού «κομμουνισμού».

Ο Κύριος γνωρίζει, και διδάσκει, ότι η νίκη κατά του αισθήματος της ιδιοκτησίας και η υπέρταση του δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν στο οικονομικό επίπεδο, γιατί δεν πρόκειται για οικονομικές πραγματικότητες, αλλά για πνευματικές. Η νίκη και η υπέρταση αυτή είναι ηθικοί άθλοι στο πνευματικό επίπεδο του Αόρατου Πολέμου: «έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη» (Μάρκ. ζ΄ 21,22).

Η δικαιοσύνη του Κυρίου για τον άνθρωπο είναι δικαιοσύνη στον αιώνα και ο λόγος Του αλήθεια, διότι «ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου, αυτός γαρ εγίνωσκε τί ήν εν τω ανθρώπω» (Ιωάν. β΄ 25).

  Β. Η πρώτη Εκκλησία και το πρόβλημα.

 Η πρώτη Εκκλησία, τόσο η ιουδαιοχριστιανική όσο και η εξ Εθνών, κράτησε έναντι των πολλών κοινωνικών προβλημάτων των συγκεκριμένων κοινοτήτων στις οποίες σαρκώθηκε την ίδια στάση όπως ο Κύριος Ιησούς:

(α) απόρριψε τη βία,

(β) συνέχισε τη ριζική κριτική του για τον πλούτο σαν έκφανση της φιλαυτίας και του θανατογενούς φόβου της ανθρώπινης καρδίας,

(γ) απόφυγε το εσσενικό “κοινόβιο” ο δήθεν “κομμουνισμός” της πρώτης Εκκλησίας είναι παρεξήγηση: δεν επρόκειτο για οικονομική θεωρία ούτε υπήρξε κοινοκτημοσύνη των «μέσων παραγωγής», αλλά της «χρήσης» και «ωφέλειας»,

(δ) έδωσε το πρωτείο στο ήθος, και όχι στα διάφορα «συστήματα».

 Γ. Το πρόβλημα σήμερα.

Η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα δεν μπορεί παρά, όπως χθες και πάντα, να μείνη ακλόνητα υπάκουη στον Κύριο της, ό,τι και αν αυτό σημαίνη και όπου και αν Αυτός την οδηγήση. Για την Εκκλησία δεν υπάρχει «σύστημα» Χριστιανικό, ούτε «Χριστιανικός καπιταλισμός», ούτε «Χριστιανικός σοσιαλισμός». Οι οικονομικές θεωρίες οφείλουν να μείνουν οικονομικές, χωρίς να περιβάλλωνται το ράσο ή τη λεοντή της θρησκείας ή της αντι-θρησκείας.  Η θρησκεία οφείλει να μην επιτρέπει ποτέ στο μεγαλείο της να μεταβάλλεται σε κόθορνους για το θέατρο του κόσμου τούτου.

΄Εργο της πίστης είναι κάτι το πολύ μικρότερο από την οικονομία και το πολύ μεγαλύτερο: ο ορισμός και η ερμηνεία των τελικών σκοπών των διαφόρων οικονομικών συστημάτων και μάλιστα του σοσιαλισμού. Η οικονομική θεωρία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να μεταπέση σε κοσμοθεωρία και η μεθολογία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να επέση σε ιδεολογία. Η καρδιά του ανθρώπου και ο νους του ανήκουν πρώτα και έσχατα στον Θεό, και όχι στον Καίσαρα ή τον Μαμωνά.

Την ευθύνη για τη σύγχρονη υποδούλωση, αλλοτρίωση και καταπάτηση των ανθρωπίνων αξιών φέρνει ακέραιη ο άθεος ανθρωπισμός, τόσο ο δεξιός όσο και ο αριστερός, σαν πρακτικός μαμωνισμός ο πρώτος, σαν φιλοσοφικός μαμωνισμός ο δεύτερος. Η δικαίωση και απελευθέρωση του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθη ποτέ από τον άθεο ανθρωπισμό, γιατί αυτός βλέπει ακέραιο τον άνθρωπο: αγνοεί την πνευματική του διάσταση, δηλαδή την κυριώτερη.

Το μυστήριο του ανθρώπου δεν διαφωτίζεται στην πληρότητα του παρά μόνο μέσα στο μυστήριο του ενανθρωπίσαντος Λόγου. Η Εκκλησία σαν το Σώμα του Λόγου κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο και έχει καθήκον και δικαίωμα να την διακηρύξη ελεύθερα παντού.

Ο Χριστός είναι με τους φτωχούς, τους υποδουλωμένους, τους καταπιεσμένους όχι μέσα από τη βία, τα παιγνίδια της εξουσίας, τα πολιτικά συστήματα, αλλά μέσα από την ίδια την αλήθεια του ανθρώπου: είναι  ε ι κ ό ν α  τ ο υ  Θ ε ο ύ.

Ο δρόμος προς το αληθινό μέλλον είναι αυτός και άλλος δεν υπάρχει.  Ο Χριστός μπήκε στην ιστορία για την αλήθεια αυτή, οι Χριστιανοί μαρτύρησαν γι΄ αυτή με το ίδιο τους το αίμα, η Εκκλησία οφείλει σήμερα να την διακηρύξη παντού: οι πάντες οφείλουν να σεβαστούν τον άνθρωπο, διότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Εδώ βρίσκεται η μοναδική και αναντικατάστατη ελπίδα που η Εκκλησία μπορεί να ξαναδώσει στον κόσμο, και ιδιαίτερα στους απογοητευμένους από τους πολιτικούς νέους.

Χωρίς να αναμιγνύη πολιτική και πίστη, ελεύθερη από δεσμά συστημάτων και ιδεολογιών, η Εκκλησία, έχοντας κύρια αποστολή της τη θρησκεία, θα πρέπει πάντα να είναι «φως εθνών», υπερασπιζόμενη τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου για γέννηση, ζωή, υπεύθυνη αναπαραγωγή, εργασία, ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη, συμμετοχή.

΄Οπως πολέμησε την εδαφική αποικιοκρατία, η Εκκλησία οφείλει ν΄ αντισταθή σήμερα στην οικονομική αποικιοκρατία και στην ιδεολογική αποικιοκρατία, να βοηθήση την αλληλοκατανόηση των πολιτισμών, να εμπνεύση την ορθή και ισόρροπη ανάπτυξη, να στηρίξη την οικογένεια, να προωθήση τη γνήσια παιδεία, να στιγματίση το φυλετισμό και το σωβινισμό, το μιλιταρισμό και την τρομοκρατία της «εθνικής ασφάλειας», να διδάξη τη φιλοξενία, να ζητήση τις καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργάτες, να απαιτήση τη δίκαιη αμοιβή του ανθρώπινου κόπου, τη δίκαιη κατανομή του πλούτου. Πάνω, πέρα, πριν και στο τέλος η Εκκλησία οφείλει ν΄ αγωνιστή για το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να είναι ένα πρόσωπο, να είναι κάποιος και να μετέχει. 

 

Η Εκκλησία οφείλει να δώσει ελπίδα στον κόσμο, δείχνοντας ότι ο Χριστός είναι παρών μέσα στην ιστορία του. Και αυτό θα το κάνη με το ίδιο της το είναι: αυτή η ίδια είναι η παρουσία του Χριστού στην ιστορία του κόσμου.

Γι΄ αυτό, από την ενορία ως τη Σύνοδο, από τον ιερέα του χωριού ως τον Αρχιεπίσκοπο, από τον τελευταίο λαϊκό ως τον πρώτο, η Εκκλησία στην κοινωνική της φύση οφείλει να είναι ζωντανή μαρτυρία, νόμος έμψυχος και σημείο αναντίλεκτο κοινωνικής δικαιοσύνης, ελευθερίας, συμμετοχής, αγάπης, εκπλήρωσης και πραγμάτωσης του ανθρώπου και των κοινωνιών του μέσα στην οικογένεια του Θεού. Για να δώσει δηλαδή τη μαρτυρία του Χριστού και να μπορέση να βοηθήση τον άνθρωπο, η Εκκλησία δεν αρκεί να κηρύττη και να θέλη ν΄ αγωνιστή μαζί με το λαό και χάρη του λαού: οφείλει πρώτα να δώση το παράδειγμα, επιδεικνύοντας έμπρακτα επάνω στο ίδιο της το σώμα σαν κοινωνικό θεσμό το τί εννοεί.

Και κυρίως οφείλει, να προσευχηθή για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, θυσιάζοντας στην προσευχή αυτή το καλύτερο μέρος των δυνάμεων της και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, αληθινή λειτουργός της μεγάλης Θυσίας «υπέρ της του κόσμου ζωής».

Αν στον αγώνα της για τους ανθρώπους δεν είναι μόνη, στο κήρυγμα της, για την απελευθέρωση του ανθρώπου στην πληρότητα του είναι σχεδόν μόνη, και στην προσευχή της για τον άνθρωπο μόνη.

Δρ. Βενέδικτος Εγγλεζάκης 


Μάρτιος 1979

Subscribe to Email