Γιάννη Μιχαήλ

Έπειτα από τις πολύωρες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και αφού τελέστηκε η Σταύρωση και η Αποκαθήλωση του Κυρίου πλησίαζε η στιγμή της Ανάστασης. Καθώς ξημέρωνε το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία της Καλύβης για τον εσπερινό της Αναστάσεως – πρώτη Ανάσταση. Συνηθισμένος από τους θορυβώδεις πανηγυρισμούς που τελούνται στις εκκλησίες έξω στον κόσμο την στιγμή της ‘πρώτης Ανάστασης’ περίμενα με ανυπομονησία να δω πως θα εορταστεί σε μία καλύβη του Αγίου Όρους. Αφού διαβάστηκε το Αποστολικό Ανάγνωσμα εξήλθε ο ιερέας από την Ωραία Πύλη και αναφώνησε το ‘Ανάστα ο Θεός’. Μετά βίας είχε ακουστεί στο πίσω μέρος του μικρού Ναού και ας είμασταν μόλις 15 άτομα σύνολο. Με αργό βήμα κάλυψε όλον τον Ναό ρίχνοντας φύλλα δάφνης και ακολούθως επέστρεψε μέσα στο ιερό. Ούτε κτυπήματα από σκάμνους, ούτε κωδωνοκρουσίες. Απλά και ήσυχα συνεχίστηκε ο εσπερινός και η Θεία Λειτουργία. Αρχικά προβληματίστηκα από το πόσο αθόρυβα έγινε η ‘πρώτη Ανάσταση’, σκεπτόμενος την σημαντικότητα της στιγμής της Ανάστασης του Κυρίου. Έπειτα όμως αφού το καλοσκέφτηκα αντιλήφθηκα ότι οι μοναχοί βίωσαν εκείνη την στιγμή εντονότερα από εμάς του λαϊκούς. Πως; Mέσα στις καρδιές τους, εσωτερικά,  μακριά από εξωτερικά πανηγύρια. Εν τέλει αυτό είναι το νόημα της Ανάστασης. Να εννοηθεί μέσα στις καρδιές μας και όχι με εξωτερικούς πανηγυρισμούς και θορύβους.

Αφού ο ήλιος κόντεψε να δύσει ετοιμαστήκαμε να ανεβούμε στο Κυριακό όλοι μαζί να γιορτάσουμε την Ανάσταση. Εκεί ακολούθησε μεγαλοπρεπής, πανηγυρική αγρυπνία μέχρι το ξημέρωμα…

Subscribe to Email