Από τον Ευεργετινό – Αββά Παλλαδίου

(Επιμέλεια Στέλιου Κούκου)

Στην Αρσενοΐτη (είναι πόλη της Θηβαΐδας) έπιασαν κάποιον που έκανε φόνο και μετά από πολλά βασανιστήρια, πήραν απόφαση να τον αποκεφαλίσουν.

Καθώς λοιπόν τον έβγαζαν κάπου έξι μίλια έξω από την πόλη (γιατί εκεί έκανε και το φόνο), κάποιος μοναχός ακολουθούσε πίσω του, θέλοντας να δει πώς αποκεφαλίζεται.

Στο δρόμο, καθώς πήγαινε να αποκεφαλιστεί, βλέπει το μοναχό να ακολουθεί και του λέει:

– Αλήθεια, κύριε αββά, δεν έχεις κελί ή εργόχειρο;

Του αποκρίθηκε ο μοναχός:

Πράγματι, κύριε αδελφέ, και κελί και εργόχειρο έχω.

Αυτός του αποκρίνεται και του λέει:

– Και γιατί δεν κάθεσαι στο κελί σου να κλαις τις αμαρτίες σου;

Του λέει ο μοναχός:

– Αδελφέ, αμελώ πάρα πολύ για την ψυχή μου. Και γι’ αυτό έρχομαι να δω πώς πεθαίνεις, ώστε τουλάχιστο να έρθω έτσι σε κατάνυξη.

Τότε του λέει εκείνος:

– Πήγαινε, κύριε αββά, κάθισε στο κελί σου κι ευχαρίστησε το Θεό που μας έσωσε. Επειδή από τότε που Αυτός έγινε άνθρωπος και πέθανε για μας, κανείς άνθρωπος δεν πεθαίνει πια τον αιώνιο θάνατο.

Απόσπασμα από το βιβλίο, Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», της σειράς «Άνθη της ερήμου», έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους, 1983. Εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια, Μοναχού Θεολόγου.

Subscribe to Email