Ἕνας νέος πῆγε σ’ ἕναν σοφό γέροντα καί τόν παρακάλεσε θερμά:

-Μέ ἀπασχολεῖ τό ἐρώτημα: Ὑπάρχει Θεός; Εἰπέ μου, σέ παρακαλῶ! Ἐσύ τό πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεός;

-Καί βέβαια τό πιστεύω, τοῦ ἀπάντησε ὁ γέροντας.

-Καί ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, τό πιστεύεις κι αὐτό;

-Καί βέβαια, τό πιστεύω.

-Καί τόν Θεό ποιός τόν ἔφτιαξε;

-Ἐσύ, τοῦ ἀπάντησε σοβαρά καί ξερά ὁ γέροντας.

Ὁ νεαρός σοκαρίστηκε μέ τήν ἀπάντηση τοῦ γέροντα.

Τόν ρώτησε καί πάλι λοιπόν:

-Γέροντα, ἐγώ σέ ρωτάω σοβαρά, τοῦ εἶπε. Κι ἐσύ μοῦ λές πώς ἐγώ ἐφτιαξα τό Θεό.

-Μά κι ἐγώ σοβαρά σοῦ μιλάω, τοῦ ἀπάντησε ὁ γέροντας. Πολύ σοβαρά. Καί πρόσεξε γιατί. Ἐσύ, μ’ ὅλ’ αὐτά πού μέ ρωτᾶς, δείχνεις πώς δέν ψάχνεις νά βρεῖς τό Θεό ὅπως εἶναι. Ἐσύ ψάχνεις νά βρεῖς ἕναν Θεό ὅπως τόν θέλεις ἐσύ, ὅπως τόν φαντάζεσαι ἐσύ, κομμένον στά μέτρα σου. Αὐτόν τόν Θεό, λοιπόν, θά τόν ἔχεις φτιάξει ἐσύ. Δέν θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί πρόσθεσε ὁ ἅγιος αὐτός γέροντας:

-Ψάξε νά βρεῖς τόν ἀληθινό Θεό, παιδί μου. Νά Τόν δεχτεῖς ὅπως εἶναι. Μήν Τόν θέλεις ὅπως ἐσύ τόν φαντάζεσαι. Προσπάθησε νά γίνεις ἐσύ ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός. Προσπάθησε νά Τόν καταλάβεις ὅπως εἶναι. Καί ν’ ἀγαπήσεις τό θέλημά Του, ὅπως εἶναι.

 

 

Subscribe to Email