Ἀρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

Ἔμαθε ἐδῶ καί λίγο καιρό ὅτι ἔχει καρκίνο. Οἱ γιατροί εἶπαν ὅτι εἶναι πολύ ἐπιθετικός, μεταστατικός… «λίγες οἱ μέρες του».

Πῆγε στό μοναστήρι πού συνήθιζε νά πηγαίνει κάποιες Κυριακές να ἐκκλησιαστεῖ. Ἡ γερόντισσα τόν εἶδε νά πλησιάζει κρατώντας ἕνα μικρό κομποσχοίνι στο χέρι του. Τό βῆμα του ἀργό. Τό βλέμμα του νά περιεργάζεται τήν ὀμορφιά τῆς μονῆς.

– Καλῶς τον, ἔλα ἀδελφέ…

– Εὐλογεῖτε γερόντισσα, πῶς εἶστε;

– Καλά ἀδελφέ, ἔλα…μάθαμε την δοκιμασία σου. Ἔλα νά προσκυνήσεις μέσα στόν ναό, βγάλαμε καί τά λείψανα πού ἔχουμε γιά σένα. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος καί οἱ ἅγιοί μας εἶναι πολύ θαυματουργοί…θά δεῖς, τό θαῦμα θά γίνει. Θά γίνεις καλά.

Ὁ ἄνδρας τήν κοίταξε περίεργα. Σιωπή. Τά λόγια τῆς γερόντισσας και οἱ «ὑποσχέσεις» πού τοῦ ἔδωσε γιά το θαῦμα καί τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του τόν ἔκαναν νά κοντοσταθεῖ.

Μέχρι πού μίλησε…

Μίλησε καί ἡ γερόντισσα δάκρυσε.

Ἄνοιξε τό μακάριο στόμα του καί ὁ θησαυρός τῆς καρδιᾶς του ἄνθισε σάν λουλούδι εὔοσμο μέσα στό δείλι.

– Καλή μου γερόντισσα…δέν ἦρθα ἐδῶ γιά νά γίνω καλά. Ἦρθα γιά νά ἑτοιμαστῶ γιά τό ταξίδι πού ἔρχεται, ἦρθα γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγίους καί νά τούς παρακαλέσω νά μέ πάρουν μαζί τους, ἦρθα γιά νά παρακαλέσω ἐσᾶς νά εὔχεστε ὁ Θεός νά μέ συγχωρέσει, νά μέ ἐλεήσει. Ἦρθα σήμερα, γιατί μπορεῖ νά μήν μπορέσω νά ξανάρθω…

Ἔβαλε μετάνοια στήν γερόντισσα. Τῆς φίλησε τό χέρι. Τοῦ φίλησε τό χέρι. Κατευθύνθηκαν πρός τόν ναό. Βάδιζαν καί οἱ δύο σιωπηλοί.

Μετά ἀπό λίγο ἀνεχώρησε ἀπό το μοναστήρι μέ μιά ἠρεμία στό πρόσωπό του. Ἀνεχώρησε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες καί ἀπό τήν ζωή αὐτή.

Ἕνας ἄνθρωπος πού ὅπως εἶπαν οἱ δικοί του, ποτέ δέν παρακάλεσε τόν Θεό νά τόν γιατρέψει, μονάχα νά τον πάρει κοντά Του. Εἶδε τόν καρκίνο ὡς εὐλογία, την ἀπώλεια ὡς κέρδος, τόν πόνο ὡς φάρμακο, τόν θάνατο ὡς ζωή. 

Δέν εἶναι μιά ἱστορία φαντασίας, ἀλλά μιά φανταστική ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου πού ζήτησε μόνο ἕνα θαῦμα ἀπό τόν Θεό. Τήν σωτηρία του.

Subscribe to Email