Φάνυ Κοντουριανού- Μανωλοπούλου

Η Αριστέα, λες κι’ ήθελε να δικαιώσει τ’ όνομά της, αρίστευε από μικρή σε όλα. Πρώτη στα μαθήματα στο σχολείο, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο σημαιοφόρος και πρώτη των πρώτων στις εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο. Εισήχθη με υποτροφία στη Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και με άριστα πήρε το πτυχίο της. Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές, ντοκτορά, κι όλα τα νοσοκομεία διαγωνίζονταν ποιο θα καταφέρει να την έχει στο στελεχιακό του δυναμικό τη θαυμαστή νεαρή ιατρό. Δεν ήταν όμως μόνο οι σπουδές κι η αριστεία τους που την καθιστούσαν ευλογία, δώρο Θεού για όποιο νοσοκομείο την αποκτούσε. Ήταν ευγενής, προσηνής, ακούραστη, αυτοθυσιαστική στην προσφορά της, με μια αταλάντευτη από μικρό παιδί πίστη στο Θεό, που την ενδυνάμωνε να αγωνίζεται συνεχώς να πράττει το θέλημά Του. Αυτό την έκανε πολύτιμη ιατρό, συνεργάτιδα, φίλη.

Πολύ γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία του νοσοκομείου και η λαίλαπα του κορωνοϊού τη βρήκε διευθύντρια στη ΜΕΘ. Όσο τα κρούσματα ήταν διαχειρίσιμα και τα κρεβάτια για τους διασωληνωμένους στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας επαρκούσαν δούλευε όλη η μονάδα ασταμάτητα για να σώσουν ζωές, να σταθούν με σεβασμό στον πόνο και την κακοπάθεια των συνανθρώπων τους, για να ενδυναμώσουν και να συντροφεύσουν στο πέρασμα από τη ματαιότητα της εδώ ζωής στην ευφροσύνη της άληκτης ζωής όλους αυτούς που άφηναν την τελευταία τους πνοή στην Εντατική, μακριά από τους αγαπημένους τους. Ψυχή όλων η Αριστέα. Συμπονετική, γλυκιά, πανταχού παρούσα.

Κι ύστερα πολλαπλασιάστηκαν οι διασωληνωμένοι κι η Αριστέα βρέθηκε στο τραγικό δίλημμα ανάμεσα σε δύο νεαρούς ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα, που κινδύνευε η ζωή τους από τον κορονοϊό, καθώς είχαν βαριά πνευμονία, ποιον από τους δύο θα έβαζε στο τελευταίο κρεβάτι της ΜΕΘ. Σαν αστροπελέκι τη χτύπησε η αδήριτη ανάγκη. Εκείνη είχε γίνει ιατρός για να σώζει ζωές. Όχι για να προκρίνει το θάνατο του ενός για να ζήσει ο άλλος. Την πίεζε η κατάσταση, την πίεζε ο χρόνος. Έκλεισε την πόρτα του γραφείου της, στράφηκε στην εικόνα του Χριστού στον τοίχο, δεν είχε χρόνο να πεταχτεί στο εκκλησάκι του νοσοκομείου, απευθύνθηκε σ’ Εκείνον σπαραχτικά με δάκρυα στα μάτια: Κύριε, πώς μπορώ να επιτελέσω αυτό το έργο το δικό Σου; Εσύ αποφασίζεις για τη ζωή και για το θάνατο του κάθε πλάσματός Σου. Σε παρακαλώ, δώσε Εσύ, Πολυεύσπλαχνε τη λύση. Σιώπησε και περίμενε την απάντησή Του. Δυο λεπτά αργότερα, ο πιο στενός της συνεργάτης ιατρός, όρμησε στο γραφείο, χωρίς να χτυπήσει, τη βρήκε με τα χέρια ψηλά ακόμη σε στάση ικεσίας, και της ανακοίνωσε τα καλά νέα. Ο ασθενής Τάδε παρουσίασε θεαματική βελτίωση και μπορούσαν να τον μεταφέρουν σε απλό θάλαμο. Πριν ακολουθήσει τρέχοντας τον συνάδελφό της για να διασωληνώσουν και τους δύο ασθενείς, γύρισε τα μάτια προς την εικόνα του Χριστού και ψέλλισε με ευγνωμοσύνη: Σ’ ευχαριστώ.

Κατερίνη, Αύγουστος 2020

Subscribe to Email