Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

Θυμᾶμαι μίαν ἐπίσκεψή μου στό Σερβικό Μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου.  Μαζί μου ἦλθε καί ὁ πατήρ Νικόλαος, ἀρχοντάρης τῆς σκήτης τῆς Θηβαΐδας.  Βαδίζαμε τή νύχτα μέσα ἀπό τό πράσινο δάσος.  Ἡ πορεία ἦταν εὐχάριστη καί ἡ συνομιλία ἐξίσου εὐχάριστη.  Μιλούσαμε γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί ὁ πατήρ Νικόλαος μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς ἀξιοσημείωτο γεγονός:

Στά νότια μέρη τῆς Ρωσίας, κοντά στό Ροστώβ, ἐργαζόταν ἕνας συνεταιρισμός ἀπό εἴκοσι ἀνθρώπους.  Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὀνόματι Ἀνδρέας, ἦταν ἄνθρωπος κακότροπος μέ πολύ κακή διαγωγή, ἔτσι πού ἡ συμβίωση μαζί του ἦταν δύσκολη.  Ἕνας ἄλλος, νεώτερος ἀπ’ ὅλους, ἦταν πάρα πολύ καλός ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε τό Θεό καί τηροῦσε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου.  Ὀνομαζόταν Νικόλαος.  Ἀφοῦ ὁ Ἀνδρέας προξένησε πολλά κακά καί ζημιές στούς συντρόφους του, ἄρχισαν νά σκέφτωνται στό συνεταιρισμό νά τόν σκοτώσουν· ὅμως ὁ νεαρός Νικόλαος δέν συμφωνοῦσε καί προσπαθοῦσε νά τούς πείσει νά μήν κάνουν μέ κανένα τρόπο αὐτό τό ἔγκλημα.  Οἱ συνεταῖροι τοῦ Νικολάου ὅμως δέν τόν ἄκουσαν καί σκότωσαν τόν Ἀνδρέα.  Τό ἔγκλημα μαθεύτηκε.  Ἡ ὑπόθεση ἔφτασε στήν ἀστυνομία.  Τότε ὁ Νικόλαος, βλέποντας τή συμφορά τους, τούς εἶπε: «Ὅλοι σας ἔχετε γυναῖκες καί παιδιά, μόνον ἐγώ εἶμαι ἀνύπαντρος.  Πέστε πώς ἐγώ τόν σκότωσα καί θά πῶ κι ἐγώ πώς εἶμαι ὁ φονιάς.  Γιά μένα δέν εἶναι δύσκολο νά πάω στά κάτεργα, καί θά πάω μόνος μου· ἐνῶ, ἄν δικάσουν ἐσᾶς, θά ὑποφέρει πολύς κόσμος».  Στήν ἀρχή οἱ συνεταῖροι δέν ἀπαντοῦσαν, γιατί ντρέπονταν τό Νικόλαο, πού τούς εἶχε προτρέψει νά μήν σκοτώσουν.  Ὕστερα ὅμως ὁ Νικόλαος τούς ἔπεισε καί συμφώνησαν ὅλοι νά ποῦν πώς αὐτός ἔκανε τό φόνο.

Ἔφτασαν, λοιπόν, σ’ ἐκεῖνο τό μέρος οἱ πρόκριτοι, ὁ εἰσαγγελέας, οἱ ἀνακριτές, οἱ χωροφύλακες.  Ἄρχισε ἡ ἀνάκριση: Ποιός ἔκανε τό φόνο;  «Ἐγώ», λέει ὁ Νικόλαος.  Ρωτοῦν τούς ἄλλους κι ἐκεῖνοι λέγουν ἐπίσης πώς ὁ Νικόλαος ἔκανε τό φόνο.  Τό πρόσωπο τοῦ Νικολάου ἦταν πράο, ὁ χαρακτήρας του ταπεινός, μιλοῦσε ἤρεμα καί χαμηλόφωνα.  Οἱ ἀνακριτές τούς ἐξέτασαν γιά πολύ.  Δέν πίστευαν πώς ἕνας τέτοιος πράος καί ταπεινός ἄνθρωπος εἶναι φονιάς.  Ἡ ἐκδίκαση ὅμως συνεχίστηκε σύμφωνα μέ τό νόμο.  Στή δίκη ὅλοι ἀποροῦσαν πώς ἕνας τόσο καλός καί μειλίχιος ἄνθρωπος ἔκανε φόνο καί κανένας ἀπό τούς δικαστές δέν ἤθελε νά τό πιστέψει, παρότι ὁ Νικόλαος ἔλεγε πώς αὐτός ἔκανε τόν φόνο.  Καί γιά πολύ καιρό οἱ δικαστές δέν μποροῦσαν νά βγάλουν ἀπόφαση.  Τό χέρι τους δέν μποροῦσε νά ὑπογράψει τήν καταδίκη.  Ξανά καί ξανά ἐξέταζαν κι αὐτόν καί τούς ἄλλους, γιά νά διευκρινίσουν τό μυστήριο καί τόν ἐξόρκιζαν νά πεῖ τήν ἀλήθεια.  Στό τέλος ὁ Νικόλαος, ὁ ἀθῶος ὑπόδικος, εἶπε πώς θά ὁμολογήση τήν ἀλήθεια, ἄν δέν θά καταδικάσουν τόν πραγματικό φονιά.  Κατά τήν ἀκροαματική διαδικασία εἶχε γίνει φανερό πώς ὁ σκοτωμένος, ὁ Ἀνδρέας, ἦταν δύστροπος ἄνθρωπος· ἔτσι κι ὁ εἰσαγγελέας καί οἱ δικαστές συμφώνησαν νά βάλουν στό ἀρχεῖο τήν ὑπόθεση, ἄν ἀνακαλύψουν τήν ἀλήθεια.  Καί τότε ὄχι ὁ Νικόλαος, ἀλλά οἱ ἄλλοι διηγήθηκαν πῶς ἐξελίχθηκαν τά πράγματα καί πώς ἀνέλαβε ὁ Νικόλαος τήν ἐνοχή γιά νά τούς σώσει ἀπό τήν καταδίκη.  Σταμάτησαν, λοιπόν, ὁριστικά τή δίκη καί εἶπαν πώς τό ἔγκλημα τοῦ Νικολάου δέν ἀποδείχτηκε.  Κι ἕνας ἀπό τούς πρόκριτους εἶπε: «Ὁ Ἀνδρέας ἦταν κακός ἄνθρωπος κι ἔπαθε κατά πῶς τοῦ ἄξιζε, ἀλλ’ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλοί κι ἄς ζήσουν εἰρηνικά».

Κι αὐτό τό γεγονός φανερώνει τί δύναμη ἔχει ἡ ἀγάπη γιά τόν πλησίον.  Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν στήν καρδιά τοῦ νεαροῦ Νικολάου, ἀντανακλοῦσε στό πρόσωπό του κι ἐπηρέαζε ὅλους τούς ἄλλους.

 

 

Subscribe to Email