Χρυσόθεμης Χατζηπαναγή
Συμπληρώνονται φέτος, στις 11 Ιουλίου, 40 χρόνια από την εκδημία του ορθοπεδικού γιατρού Κώστα Χατζηκακού (1924-1982). Αν στο χριστιανικό μας εορτολόγιο δύο είναι οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, «θείοι θεράποντες και ιατήρες βροτών», δύο επίσης ανάργυρους γιατρούς είχαμε στην Αμμόχωστο. Ο άλλος ήταν ο αείμνηστος παθολόγος και λογοτέχνης Γιώργος Φάνος (1918-1994). Και οι δύο συναγωνίζονταν σε πηγαία αισθήματα αφειδώλευτης προσφοράς και απροσμέτρητης συμπονετικής συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Τα εγκώμια όμως αγάπης, τιμής και ευγνωμοσύνης για τον αξέχαστό μας Κώστα Χατζηκακού ως ελάχιστη ανταπόδοση των αφιλοκερδών ανεκτίμητων ιατρικών του υπηρεσιών σε πλήθος ασθενών πλημμυρίζουν από τότε έως σήμερα τις καρδιές με καταγραφές εύφημης μνείας και αποθεωτικής έξαρσης.
Συνωθούνται τα επαινετικά σχόλια στον Τύπο, καθώς και τα ευχαριστήρια διαδικτυακά μηνύματα με εκτενείς είτε περιεκτικά εύγλωττες αναφορές για το πρότυπο αρετής και το παράδειγμα προς μίμηση στο πρόσωπο του ανθρωπιστή ιατρού, επισημαίνοντας τη σπανιότητα του είδους. Ειδικότερα στους απρόσωπους και απάνθρωπους καιρούς μας, όπου η Ιατρική δεν ασκείται ως το κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρικό λειτούργημα κατά το Ιπποκράτειο παράγγελμα, αλλά, εν πολλοίς, ως κερδοφόρο ανταγωνιστικό επάγγελμα. Εξ ου και εξακολουθούν να κατατίθενται οι μνήμες και οι μαρτυρίες για τον αξιαγάπητο γιατρό της Αμμοχώστου, όσο και αν λιγοστεύουν στα 48 χρόνια προσφυγιάς φεύγοντας εκείνοι που τον έζησαν από κοντά στη θαλασσοφίλητη γενέτειρά τους και όσοι βίωσαν την αποθεραπεία των επιτυχών επεμβάσεων μέσα από τη δεξιότητα και τη γενναιοδωρία των χειρουργικών του χεριών. Παραμένουν, ωστόσο, έντονα ανεξίτηλες οι εικόνες των πρώτων οκτώ χρόνων του εκτοπισμού του, πριν την πρόωρη αναχώρησή του από τον γήινο τούτο κόσμο. Αλλά και ζωντανεύουν τα βιώματα και οι ατέλειωτες αναδιηγήσεις για τα αξιοθαύμαστα έργα και τις ημέρες της επίζηλης δημοφιλίας του στην πολυσύχναστη κλινική του στην Αμμόχωστο.
Τι λέει η Κλαίρη για τον πατέρα της
«Θυμάται για τον λατρευτό της πατέρα μέσα από συγκινησιακά οικογενειακά στιγμιότυπα η αναισθησιολόγος θυγατέρα του Κλαίρη Χατζηκακού: «Ο θάνατος του πατέρα μας, Κώστα Χατζηκακού, άφησε μία αγιάτρευτή πληγή. 40 χρόνια έχουν περάσει από τότε που σημαδεύτηκε η ζωή ολόκληρης της οικογένειας. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί για την ιατρική του προσφορά, χωρίς διακρίσεις, για την πολιτική του σταδιοδρομία. Εμείς τον ζούσαμε καθημερινά, ήταν πάντοτε κοντά μας, ήταν πάντοτε για μας εκεί.
Ο πατέρας μας παρόλο που εργαζότανε πολύ και δεν τον βλέπαμε σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της μέρας, ήταν ωστόσο ένα μεγάλο σύμβολο. Όταν τελείωνε τη δουλειά τα βράδια και ερχότανε πάνω στο σπίτι, τρέχαμε όλοι να τον υποδεχτούμε. Ήταν υπομονετικός με τις τρέλες μας, όμως και αυστηρός όταν χρειαζόταν, γενναιόδωρος, δεν μας χαλούσε χατίρι. Για τον καθένα είχε χαρακτηριστικά υποκοριστικά, ταιριαστά σε διάφορες καταστάσεις. Όχι μόνο για εμάς τα παιδιά, αλλά και για τους άλλους συγγενείς και φίλους. Όσο κουρασμένος και να ήταν, ποτέ δεν το έδειχνε, ήταν μαζί μας υπομονετικός, χαμογελαστός και έκανε τα αστεία του. Όταν ήμουνα μικρή πήγαινα συχνά στο ιατρείο, καθόμουνα στην καρέκλα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου στη δουλειά. Από τότε ήξερα ότι ήθελα να σπουδάσω ιατρική.
Όταν ήμασταν άρρωστοι, ήταν ιδιαίτερα υπερπροστατευτικός. Θυμάμαι συγκεκριμένα, όταν ήμουν εννιά χρονών είχα χτυπηθεί από αυτοκίνητο έξω από την κλινική. Με είχαν μεταφέρει αναίσθητη στο ιατρείο, 2 Ιανουαρίου 1971, Σάββατο απόγευμα, το ιατρείο γεμάτο με ασθενείς. Μετά την πρώτη περίθαλψη και όταν άνοιξα τα μάτια μου, τον είδα να παίρνει άλλους γιατρούς τηλέφωνο, παρακαλώντας τους να έρθουν να με δουν και ακολούθως να καταρρέει. Είχε πάθει το πρώτο του έμφραγμα λίγους μήνες προηγουμένως και η καρδιά του, λόγω της απροσεξίας μου τον ταλαιπώρησε και πάλι. Ήμασταν ακολούθως ξαπλωμένοι δίπλα o ένας με τον άλλο, για να με παρακολουθεί. Την ίδια εποχή νοσηλευόταν και ο αδερφός του Κυριάκος στην κλινική, μετά από επαγγελματικό δυστύχημα, με κίνδυνο να χάσει το πόδι του. Μερικούς μήνες αργότερα είχε δυστύχημα ο Περικλής [σ.σ.: ο γιος του που ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του στην Ορθοπεδική], και πάλι ακούραστος να μας νοσηλεύει. Δεν θυμάμαι πόσες φορές σπάσαμε τα χέρια μας και πόσες φορές έπρεπε να μας ράψει τις πληγές μας, αφού ήμασταν όλοι ζωηροί.
Ποτέ του δεν έκανε διακρίσεις, είχε πολύ καλές σχέσεις και συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους ιατρούς και όχι μόνο, η οικογένεια μας ήτανε από τους λίγους που μπορούσαν να περάσουν μέσα από τα τείχη της Αμμοχώστου στην τουρκοκυπριακή συνοικία. Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και ακολούθως την εισβολή μετέφερε Τουρκοκύπριους ασθενείς, που νοσηλεύονταν στην κλινική, στο σπίτι μας για να τους προστατεύσει».