Πέτρου Παπαπολυβίου

Αν αφαιρούσα σήμερα, στρώση με στρώση, τα 45 χρόνια που πέρασαν από την τελευταία φορά που φύγαμε από το χωριό μας και γίναμε πρόσφυγες, θα έλεγα ότι σε κάθε φάση της ζωής μου, εκείνο που «μου έλειπε περισσότερο» από όσα αφήσαμε στη Λάπηθο ήταν, από τα τόσα πολλά, τις χιλιάδες εικόνες, μυρωδιές, πρόσωπα και ακούσματα,  κάτι διαφορετικό: η βιβλιοθήκη μου, η συλλογή με τα γραμματόσημα, το άλμπουμ με τις σχολικές φωτογραφίες μέχρι τη Δευτέρα Γυμνασίου, το πατρικό μας, το περβόλι με τη θεόρατη μανταρινιά, η γειτονιά μου, οι λεμονιές, η θάλασσα, οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες.

Πολύ καιρό μετά το 1974 και όσο αυξανόταν με το βάρος του χρόνου και της «ωριμότητας» ο πόθος της επιστροφής, συνειδητοποίησα ότι πέρα από τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στην εισβολή ή αγνοούνται από τότε, η μεγαλύτερη έλλειψη, που ήταν αδύνατο να αναπληρωθεί, από όσα πολύτιμα αφήσαμε πίσω, ήταν τα κοιμητήρια μας, με όσους και όσες είναι θαμμένοι εκεί.

Η πρώτη κηδεία που θυμάμαι στη Λάπηθο ήταν του φίλου μου του Μεμνή, τον Μάιο του 1966, πριν κλείσω τα έξι μου χρόνια, πήγαινα ακόμη στο Νηπιαγωγείο. Ο Μεμνής, μερικούς μήνες μεγαλύτερός μου. Ο πατέρας του τον είχε πάρει μαζί του για να αλλάξουν το γκάζι σε μιαν γκαζιέρα, στο σπίτι της κυρίας Αλεξάνδρας, της δασκάλας, της κόρης του μπακάλη μας. Έγινε διαρροή υγραερίου, έκρηξη και πυρκαγιά. Σκοτώθηκε ο Μεμνής και ύστερα από λίγες μέρες πέθανε και η κυρία Αλεξάνδρα. Μετά την κηδεία του φίλου μου γύρισα στο σπίτι, κλείστηκα σε ένα δωμάτιο και έκλαψα για ώρα πολλή.

Το σπίτι του Μεμνή ήταν σχεδόν δίπλα από την εκκλησία του Αποστόλου Λουκά. Και η φιλία μας ξεκίνησε στο ιερό, όπως με πολλά άλλα παιδιά της ενορίας, ενταγμένοι σε μια άτυπη ιεραρχία που ρύθμιζαν οι μεγάλοι, οι Γυμνασιόπαιδες: πρώτα στα «Άγια», μετά από μερικά χρόνια να ντύνεις τους μικρότερους, να ανάβεις τον θυμιατό, να κτυπάς τη δεύτερη καμπάνα, κ.ο.κ.

Εγώ, σαν το παπαδοπαίδι της ενορίας, από την Τρίτη – Τετάρτη Δημοτικού βγήκα από το ιερό και βοηθούσα στον εσπερινό, στα αναγνώσματα και στο ψαλτήρι. Τις Κυριακές, βέβαια, και τις μεγάλες γιορτές έρχονταν οι κανονικοί ψάλτες, όμως τις υπόλοιπες μέρες, σχεδόν καθημερινά, τους αναπλήρωνα. Έτσι, ανάμεσα στα άλλα «καθήκοντα» που διέκοπταν το καθημερινό παιχνίδι, μέχρι το 1974 παρευρέθηκα, εκτός από δεκάδες χαρμόσυνα και εορταστικά γεγονότα, σχεδόν σε όλες τις κηδείες που έγιναν στην ενορία μας. Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, η πομπή ξεκινούσε για το κοντινό κοιμητήριο του Αγίου Μάμα. Με τα πόδια όλοι, και με στάση σε κάθε σταυροδρόμι για μιαν ακόμη ευχή. Στο κοιμητήριο, μέχρι να τελειώσει το τρισάγιο, η ταφή και η παρηορκά, άναβα το καντηλάκι του Μεμνή, κι έκοβα κανένα αγριόχορτο που πεταγόταν στον μικρό απλό τάφο του, που ήταν κολλημένος στο ιερό του Άη Μάμα. Και περιπλανιόμουν στο κοιμητήριο διαβάζοντας τις επιγραφές σε επιβλητικούς οικογενειακούς τάφους και σε φτωχικά μνήματα ταπεινών ανθρώπων, μαθαίνοντας την ιστορία της ενορίας μας, από ονόματα, χρονολογίες και ηλικίες θανόντων.

Οι περισσότεροι θάνατοι ήταν ηλικιωμένων συγχωριανών μας, μικρό το εκκλησίασμα και η συνοδεία προς το κοιμητήριο. Και το πένθος και η οδύνη διακριτικά, σχεδόν αθόρυβα. Πού και πού κάποιος επικήδειος από έναν – δυο συνταξιούχους εκπαιδευτικούς, τους ίδιους πάντα, που εξυμνούσαν τις αρετές του τεθνεώτος. Αντίθετα, στα δυστυχήματα και στις ξαφνικές απώλειες, ειδικά παιδιών ή νέων ανθρώπων, η εκκλησία και το κοιμητήριο ξεχείλιζε από κόσμο, αφού θρηνούσε όλη η κοινότητα. Σε έναν τέτοιο αποχαιρετισμό, του Ανδρέα Α., που έφυγε στα 30-35 του χρόνια, λίγους μήνες πριν από την εισβολή, η παρέα του, οι περισσότεροι Λευκωσιάτες, τραγούδησαν πνιγμένοι στο κλάμα, πάνω από τον ανοικτό τάφο του, σε μια συγκλονιστική σκηνή, το «Ο χάρος βγήκε παγανιά». Η τελευταία πολυάνθρωπη νεκρώσιμη ακολουθία, μια βροχερή μέρα του Φεβρουαρίου του 1974, ήταν του αρχιτέκτονα Οδυσσέα Τσαγγαρίδη, του ευεργέτη των σχολείων, γόνου μεγάλης οικογένειας του χωριού.  Όλοι παρόντες, και οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου Λαπήθου μουσκίδι από τη βροχή στην ταφή, στο κοιμητήριο της Αϊρκώτισσας.

Όταν επισκέφθηκα ξανά το κοιμητήριο του Αγίου Μάμα, το 2011, δεν είχε μείνει μάρμαρο ή κάγκελο πουθενά. Κουρσεύτηκαν όλα, για οικοδομικά υλικά. Τα λιγοστά τμήματα ταφικών σταυρών που διασώθηκαν κομματιασμένα, ήταν μαζεμένα στον ναό. Όμως, όλοι οι κεκοιμημένοι στη θέση τους, με πρώτο τον εξάχρονο Μεμνή, στην εξωτερική πλευρά του ιερού. Και στο μυαλό μας…

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλgood» της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος» την Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

 

 

Subscribe to Email