Γιώργου Κυπριανού

Κάθοδος του ήλιου, δύση, ηλιοβασίλεμα.

Χαμηλώνει ο ήλιος κι εγώ μαζί του.
Χάνεται αργά αργά όλος πίσω από τη γη,
με μόνο ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα να μαρτυρά το πέρασμά του.

Πόσο όντως παράξενο το χρώμα του ήλιου αυτή την ώρα.
Σε οδηγεί σε στοχασμό. Σε καθηλώνει.
Μένεις να κοιτάς, σου αδειάζει τις σκέψεις όλες.

Αλήθεια, πόσο όμορφος είναι ο ήλιος όταν δύει, προσιτός και απαλός στα μάτια. Σου επιτρέπει να το δείς, χωρίς να τυφλωθείς, αφήνει τους εραστές του, να τον χορτάσουν ακόρεστα.

Γιατί, όταν μεσουρανεί, και βρίσκεται στη δόξα,
επιδεικνύει ανελέητα με έπαρση το φως του,
Είναι λαμπρός, καυτός, εκτυφλωτικός.
Περήφανος, απρόσιτος,
σκληρός κι αμείλικτος στα μάτια.

Σαν όμως η μέρα γείρει
Και πλησιάζει η ώρα της φυγής του
Τότε είναι που γίνεται γλυκός, ρόδινος, κοκκινωπός.
Γίνεται ο ήλιος, ο αφέντης και σκληρός
Ένας φίλος κοντινός
Ένας αγαπητικός
που αμέτρητα φιλιά σου στέλλει.
Ωραίος, ωραιότατος η ήλιος του βασιλέματος,
Ο ταπεινός ο ήλιος.
Ωραίος, ωραιότατος κι ο ταπεινός ο άνθρωπος...

 

 

Subscribe to Email