Νεκτάριου Στελλάκη

Όταν ήμουν νέος άκουσα από τον μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας π. Πολύκαρπο ότι τις ημέρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα δεν μπορούσε να ανοιχθεί.

Άγιε μου Σπυρίδωνα,

πιστεύω το θαυμαστό γεγονός. Όταν ζούσες δεν είχε πρόβλημα να «κατεβάσεις» τον ουρανό στη γη: «αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι». Και σίγουρα δεν είναι πρόβλημα για σένα να «κατεβαίνεις» όποτε το κρίνεις. Και βεβαίως για σένα η Κύπρος δεν ήταν μακριά, γιατί την έχεις στην καρδιά σου, την κουβαλάς στο ωμοφόριό σου. Γι’ αυτό πιστεύω πως πράγματι ήσουν στην Κύπρο την ώρα της δοκιμασίας της.

Το ζήτημα είναι άλλο. Μπήκες στον πόλεμο, θέλοντας, ως είναι αναμενόμενο, να βοηθήσεις τα πνευματικά σου παιδιά, το, έως την έναρξη της αιώνιας λειτουργίας, ποίμνιό σου. Κι αν μες στο χαμό του πολέμου δεν μπορούσες να κάνεις πολλά ας κράταγες την Τριμυθούντα τουλάχιστον. Τον τόπο που ανέλαβες να επισκοπείς, που δέθηκε με σένα κι έγινε το προσδιοριστικό σου. Πάντα σε λαλούμε “Σπυρίδωνα Τριμυθούντος “  κι ακούγεται τόσο εύηχο και τόσο κυπριακό αυτό. Μα, Κύριος οίδε γιατί, εσύ, Άγιε μου, δεν κατάφερες να προστατέψεις τον τόπο σου, ούτε και το ναό σου δεν κατάφερες να κρατήσεις ασύλητο, ούτε την πατρίδα σου, την Άσσια, κατάφερες να προστατέψεις. Άφησες την Τρεμετουσιά, άφησες την Άσσια, άφησες τους δικούς σου όλους στα χέρια του εχθρού. Και το ναό σου άφησες να γίνει φωλιά του στρατού του κατακτητή. Γιατί; Τόσα κι άλλα τόσα γιατί κι ένα μεγάλο… Γιατί δεν άκουσες τις φωνές όσων σε καλούσαν, γιατί δεν έστερξες τις προσευχές τουλάχιστον εκείνων που φέρουν το όνομά σου; Γιατί ενώ ήσουν εκεί δεν συγ-κινήθηκες; Τι ήταν αυτό που σε κράτησε άπραγο; Την Κέρκυρα γιατί τη γλύτωσες κι από την εισβολή κι από λιμό; Ε, λοιπόν, η σιωπή σου, η αδυναμία σου είναι το μέγα θαύμα. Κι αυτή η σιωπή σου δοκιμάζει την πίστη μου και σου φωνάζω «βοήθει μου τη απιστία»…

… Αφήνομαι κι αφήνω το νου μου να περιπλανηθεί στη γη του πολέμου. Σε βλέπω αποκαμωμένο γεροντάκι να φροντίζεις τους νεκρούς, τους εκτελεσμένους. Εσύ που κάποτε διέλυσες το κεραμίδι στα τρία «διαβάζεις» τους αδιάβαστους και συνοδεύεις τους ασυνόδευτους. Εσύ που κάποτε έκανες το φίδι χρυσό κρύβεις τα ιερά των ναών μας. Κρατάς ένα καλάθι –καλάθι δε σημαίνει και το όνομά σου; - τα βάζεις μέσα και γίνονται σκόνη…

 Δεν ήταν, φαίνεται, στο διακόνημά σου η πρώτη γραμμή, αγαθέ μου ποιμένα. Μπορεί εκεί να μην ήταν κανένας, να είχαν αφεθεί οι άνθρωποι, στρατιώτες και πολίτες στην τρέλα και τον πόνο τους. Μπορεί να μην είναι έτσι… Μπορεί όλες οι ουράνιες δυνάμεις να παρέστεκαν στη γραμμή του πυρός και να ’μαι εγώ που τα θωρώ λάθος τα πράγματα.

Άγιε μου Σπυρίδωνα, δώσε μου, ικετεύω, σπυρί πίστεως να σπείρω, μήπως και αξιωθώ της ελπίδας  και της Αγάπης. Κι ίσως τότε δω πως εσύ εκτός από τους δικούς σου νεκρούς φρόντιζες και τους άλλους νεκρούς, τους εισβολείς. Κι ίσως τότε κατανοήσω γιατί κρατούσες ερμητικά σφαλισμένη τη λάρνακά σου, προσευχόμενος για όλους, για όλον τον Αδάμ που ζούσε για μια ακόμη φορά την πτώση του στον άγιο τόπο το δικό σου, την Τριμυθούντα.

 

Subscribe to Email