ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ (ΑΝΩΓΕΙΩΝ):
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ (ΑΝΩΓΕΙΩΝ): Είμαι στο Άγιο Όρος. Λειτουργία τέσσερις το χάραμα. Αχνές φωνές, πέντε κεριά, λιβάνι σαν υποψία. Φιγούρες από αλλού. Μνημόσυνο στον πατέρα μου. Κόλλυβο. Νύχτα πίσω στα κελιά.
ΜΑΡΩ (ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ): Ρώτησαν τον Αϊνστάιν πώς έκανε αυτές τις πρωτότυπες σκέψεις και απάντησε: Διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι.
Λ: Πάρε με τηλέφωνο ν’ ακούσει το Όρος τη φωνή σου.
Μ: Σέβομαι το άβατο.
Λ: «Κάθε που ξυπνώ σηκώνω το χέρι μου ψηλά μπας και το πιάσει ο Θεός και με πάρει» (ένας γέροντας μοναχός).
Μ: Αχ Θεέ μου, ας τελειώσουμε κι εμείς έτσι! Όσο γερνάμε να διψάμε ουρανό.
Λ: Ανάβω δυο κεριά. Ένα στην ανάμνηση κι ένα στην προσμονή.
Μ: Έχεις δει πόσο γελαστοί είναι κάποιοι που έχουν πονέσει πολύ;
Λ: Για να πεις καλά ένα μοιρολόι , πρέπει με κέφι να το πεις.
Λ: Προσπάθησα με τη γομολάστιχα να σβήσω τη λέξη ανάμνηση και σχίστηκε το χαρτί.
Λ: Πάνω στο άσπρο μόνο το άσπρο κρύβεται.
Μ: Φαντάσου ένα ζωγράφο που να ζωγραφίζει μόνο με λευκά χρώματα.
Λ: Βαθύ λευκό που θα βρούμε;
Μ: Άκουσα πως τα καράβια νιώθουν ασφαλή στα λιμάνια όμως δεν έχουν γεννηθεί γι’ αυτά.
Λ: Λιμάνι; Κατάντημα.
Λ: Κάθε βράδυ πρόβα θανάτου ο ύπνος. Πρόβα αθανασίας τα όνειρα.
Λ: Ξύπνησα χαράματα να δω τα νιάτα της μέρας. Ίδια με το σούρουπο.
Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, Μάρω Βαμβουνάκη