π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού

Δεκαπενταυγουστιάτικες ὧρες
στά πάλευκα τῶν νησιῶν μας Κοιμητήρια

"Ὥ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται καί κλίμαξ πρός οὐρανόν ὁ τάφος γίνεται...."

Σέ ὥρα ἀπόβραδη, μέ τό μελτέμι νά σαλεύει ἁπαλά τίς κορυφές τῶν κυπαρισιῶν καί νά κατεβαίνει μέ τίς στερνές τίς ἡλιαχτίδες πάνω στά μνήματα. Στά λιτά καί ἀπέριττα μνήματα, πού δέν ἔχουν τή σημερινή τήν ἐπιτήδευση μέ τά βαρειά τά μάρμαρα καί τά πλαστικά τά ἄνθη. Γιατί ἐκεῖνα τά μνήματα ἦταν φροντισμένα ἀλλιῶς, μέ Ἁπλότητα, Καλωσύνη καί ὅση Φιλοκαλία περίσευε στίς καρδιές ἐκείνων τῶν παλιῶν νησιωτῶν. Γι᾿ αὐτό καί τά ἐπιμελοῦνταν μέ προσοχή κοιτάζοντας νά τοποθετήσουν τό λιτὸ χειροποίητο ξύλινο σταυρό, τὶς ἀσβεστωμένες πλίθες στίς ἄκρες τοῦ μνημείου μέ ὀδοντωτή σειρά καί τέλος, πάνω στήν ἐπιφάνεια τοῦ τάφου στρώνανε λευκά λαλαρίδια, ἀπ᾿ τό γιαλό φερμένα.

Ἀναπαύονταν λοιπόν οἱ κεκοιμημένοι κάτω ἀπ᾿ τή στρώση τῶν λευκῶν λαλαριδιῶν, πού μοσχομύριζαν ἁρμύρα: μοσχοβολιὰ γνώριμη σ᾿ αὐτούς, γιατί αὐτή τούς ἔθρεψε μαζί μέ τό λεπτό τό ἄρωμα τοῦ πεύκου.

Λιτά στολίδια τά μικρά τά βασιλικά, πού μαζί μέ τό λαδοκάντηλο ἀφήνουν στόν ἐπισκέπτη μιά ἰδέα κατανύξεως καί παραμυθίας.

Δεκαπενταύγουστο· οἱ καμπάνες ἀφήνουν στό γιορταστικό τ᾿ ἀπόβραδο τόν ἐλπιδοφόρο ἦχο τους καλώντας σέ σύναξη.

Καί στά Κοιμητήρια, ὅταν φτάνει ὁ ἦχος αὐτός, ἀρχίζει ν᾿ ἀνεβαίνει μέσ᾿ ἀπ᾿ τά μνήματα μιά παράξενη σιωπή, ἡ ὁποία ἁπλώνεται γύρω κι ἀφήνει τή σφραγίδα τῆς χαρμολύπης. Γιατί ὅλοι αὐτοί πού ἀναπύονται κάτω ἀπ᾿ τήν πάλευκη τή στρώση τῶν λαλαριδιῶν, ξέρουν, ἐπειδή τό βλέπουν, κλίμαξ νά γίνεται ὁ τάφος, πού θριαμβευτικά τήν ἀνεβαίνει ἡ Μήτηρ τῆς Ζωῆς. Τό βλέπουν καί χαίρονται, γιατί καλοῦνται κι αὐτοί νά Τήν ἀκολουθήσουν καί ν᾿ ἀνέβουν τά σκαλοπάτια μέ τή βεβαιότητα τῆς Ἀγάπης Της, τήν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀδειάλειπτων πρεσβειῶν Της καί τό γλυκασμό τῆς ἀμέτρου Παραμυθίας Της.

Στέκουν σιωπηλοί οἱ κεκοιμημένοι καί μέ τή λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους ἀναμμένη καὶ Τή μακαρίζουν, ὅπως "αἱ γενεαί αἱ πᾶσαι" Γιατί εἶναι πιά σίγουροι, ὅτι «σώζοι ἀεὶ τήν κληρονομίαν Της.....

Κι αὐτούς πού ἀναπαύονται στό κοιμητήριο, ἐκτός τοῦ ὅτι συνιστοῦν ἕναν διακαιωματικό μακαρισμό, ὀφείλουμε νά τούς καταθέτουμε τό σεβασμό μας, γιατί ἀποτελοῦν καί εἶναι τά πανίερα ταμιευτήρια τά πληρωμένα Μνῆμες, Γεγονότα καί βιορυθμούς τοῦ χθές, τό ὁποῖο ἐξάπαντος κρατοῦν στά χέρια τους καί τό παραδίδουν ὡς ἄλλη παρακαταθήκη στόν Παλαιό τῶν Ἠμερῶν. Γιατί ὅλοι αὐτοί, ἤ σχεδόν ὅλοι, ἔχουν λίγο πολύ ταυτιστεῖ καί μέ δικά μας παρόμοια γεγονότα, ἀλλὰ καί τὶς ἐπιλογές τοῦ ἐγκόσμιου βίου μας.

Στέκομαι τοῦτο τό σεπτό ἀπόβραδο τοῦ Δεκαπενευγούστου κι ἀντικρύζω τό Κοιμητήριο τῶν προγόνων μου νά μένει ἀκίνητο μέσ᾿ τή θερινή τήν ἀντηλιά , μέχρι νά δεχτεῖ στά σπλάχνα του κάποιο νέο σπόρο τοῦ Θεοῦ: μιάν ἀνθρώπινη Μορφή πού μέχρι τότε κἀποιο τόπο φύλασσε σ᾿ αὐτό τό χωριό.

Ὅμως σέ λίγο θά σιμώσει ἡ νύχτα· τότε θά λαμπυρίσουν τά καντήλια στά μνημεῖα, ἐνῶ ἡ σιωπή θά σεργιανᾶ ἀνάμεσά τους, ἀνάμεσα στά κυπαρίσσια. Τά νυχτοπούλια θά συλλαβίζουν τό δικό τους τό μοιρολόϊ: αὐτό πού συνήθως δέν ἀκοῦν οἱ ζωντανοί, ἀλλά μονάχα οἱ κεκοιμημένοι. Αὐτοί δηλαδή πού ἀναπάυτηκαν ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου κι ὅλα τά ἐφήμερα. Γιατί ἔμαθαν τό ἄλλο μέγιστο τό μάθημα:"Ἑν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε......."

Subscribe to Email