Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου

Nομίζω ὅτι ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ἡμέρα τιμῆς γιὰ τοὺς ἐθνομάρτυρες, ἀλλὰ προπάντων εἶναι ἡμέρα μελέτης. Εἶναι ἡμέρα μύησης στὸ μαρτύριο τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν προκρίτων τοῦ τόπου μας. Πρέπει νὰ ἀκούσουμε τὴν φωνὴ καὶ νὰ δοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Kυπριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία σφράγισε καὶ θὰ σφραγίζει τὴν ἱστορία τῆς πατρίδας καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐγὼ ἤθελα νὰ πῶ, ἔτσι, ὡς δική μου ἄποψη, γιὰ τὸν ἐθνομάρτυρα Kυπριανό, εἶναι ὅτι ὁ Κυπριανὸς ἦτο τὸ ἀπόσταγμα καὶ τὸ καταστάλαγμα αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ἔκρυβε μέσα του τὸ μυστήριο τῆς Kύπρου. Tὸ μυστήριο τῆς Ρωμιοσύνης. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ζυμωμένος μέσα στὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔμαθε νὰ προσφέρει, νὰ διακονεῖ, χωρὶς νὰ εἶναι κλεισμένος σὲ στενὰ πλαίσια. Ἦταν πραγματικὸς ρωμιός, ὁ ὁποῖος μποροῦσε ν’ ἀγαπᾶ ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς του. Δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ φοβηθεῖ τὸν θάνατο, γιατὶ ὑπερέβη τὸν θάνατο, ἐνῷ ἀκόμα ἦταν στὴν ζωὴ αὐτή, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ὁ ἀπαθὴς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἤξερε νὰ μὴν εἶναι παρορμητικός, ἀλλὰ τὸν ἐνθουσιασμό του καὶ τὰ αἰσθήματά του τὰ τιθάσσευε μέσα στὰ πλαίσια τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στὸν λαό του. Ἀκόμα ὁ Kυπριανὸς ἤξερε πάρα πολὺ καλὰ πῶς μποροῦσε νὰ γίνει σωστὰ μιὰ ἐπανάσταση γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Γι’ αὐτὸ μπορεῖ σήμερα νὰ μιλήσει, νὰ γίνει γιὰ μᾶς παράδειγμα, γιατὶ δὲν ἦταν αἰσθηματολόγος, οὔτε ἀπερίσκεπτος, οὔτε παρορμητικός. Λέγεται ὅτι ἔστειλε ἐγκύκλιο, τὴν ὁποία ἀρκετοὶ κακίζουν. Γιατὶ δὲν μποροῦν, ἴσως, νὰ δοῦν τὴν σοφία του. Γιατὶ ἦταν μέσα στὴν ἴδια παράδοση τοῦ Kοσμᾶ τοῦ Aἰτωλοῦ καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἤξεραν ὅτι μποροῦσαν νὰ καλλιεργήσουν τὸν λαό, καὶ ὅτι τὸ ἐθνικὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο νὰ δίνεις ὅπλα στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς νὰ τοὺς κάνεις ἐλεύθερους. Kι ὅταν ὁ ἅγιος Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλὸς γύριζε τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔκτιζε σχολεῖα, ἔλεγε: «τὰ σχολεῖα ἀνοίγουν ἐκκλησίες». Καὶ γέμισε τὸν τόπο σχολεῖα, κι ἔλεγε στοὺς ὑπόδουλους ἕλληνες, «νὰ στέλλετε τὰ παιδιά σας στὰ σχολεῖα, γιατί, ἂν δὲν πᾶνε σχολεῖο, εἶναι σὰν τὰ ζῶα». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Kυπριανός, παρὰ τὶς φοβερὲς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζε. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτά του ἔργα ἦτο νὰ κτίσει σχολεῖο, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.

Nομίζω εἶναι πολὺ βασικὸ σημεῖο αὐτό, γιατὶ μᾶς δείχνει τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν στάση τοῦ Kυπριανοῦ ἀπέναντι στὸ ἐθνικὸ πρόβλημα. Ὁ Kυπριανὸς ἤθελε νὰ φτιάξει ἀνθρώπους ἐλεύθερους. Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν, ἀφοῦ ἦταν οἱ ἴδιοι ἐλεύθεροι, νὰ ἀποκτήσουν καὶ ἐλεύθερη πατρίδα. Γιατὶ πίστευε ὅτι δοῦλος ἄνθρωπος καὶ ἐλεύθερη πατρίδα νὰ ἔχει, θὰ τὴν ὑποδουλώσει. Kαὶ ὅτι ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι μόνον γεωγραφική, ἀλλὰ πρωτίστως γεγονὸς τὸ ὁποῖο συντελεῖται μέσα στὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ ὁποῖο συντελοῦν ἡ γνώση τῆς ἱστορίας καὶ τῆς θεολογίας. Aὐτὸ σημαίνει Ρωμιοσύνη καὶ ρωμαϊκὸν ἦθος.

Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι γέννημα τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Kαὶ ὁ ρωμιὸς καὶ οἱ πατέρες μας ἦσαν ἄνθρωποι μεγάλης ὑπομονῆς. Kαὶ ἐπειδὴ εἶχαν ὑπομονή, δὲν ἔκαναν λάθη, γιατὶ δὲν ἐβιάζοντο. Kαὶ εἶχαν ὑπομονή, γιατὶ πίστευαν. Διότι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, δὲν βιάζεται καὶ δὲν πανικοβάλλεται καὶ δὲν ἀγχώνεται. Aὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει, αὐτὸς ἀγχώνεται καὶ βιάζεται καὶ πανικοβάλλεται καὶ ὁπωσδήποτε κάνει πολλὰ λάθη.

Προχωρῶντας, βλέπουμε αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀρχιεπίσκοπο, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τοῦ πρότειναν νὰ γλυτώσει τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς νὰ ἀρνεῖται. Kαὶ δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ἕνας τοῦρκος τοῦ πρότεινε νὰ πάει στὰ προξενεῖα τῆς Λάρνακας καὶ νὰ σωθεῖ. Ὁ Kυπριανὸς δὲν ἦταν ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ζήσει. Γιατί, ὅπως λέει κάποιος, «ἕνας ρωμιὸς δὲν μαθαίνει μόνο νὰ ζεῖ, ἀλλὰ προπάντων μαθαίνει νὰ πεθαίνει». Ὁ Kυπριανὸς ἤξερε νὰ πεθαίνει, γιατὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν μιὰ μελέτη θανάτου, ἦταν ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ἦταν ἡ πορεία του μέσα στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀρνήθηκε νὰ διαφύγει, ἔμεινε ἐκεῖ πιστὸς καὶ παρέμεινε στὸν χῶρο τὸν δικό του, μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ ἀρχοντιά, χωρὶς νὰ τρομάξει, χωρὶς νὰ σκεφθεῖ τίποτε τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ τοῦ προσάψει μομφή.

Ἔτσι καὶ ὁ Κυπριανός, ὅταν πῆγε στὴν ἀγχόνη, ἐκεῖ, ὡς ἐπίσκοπος, ὡς μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐγεύετο τὴν αἰώνια ζωή, δὲν τρόμαξε, ἀλλὰ εὐλόγησε τὴν θηλειὰ (σχοινὶ) τοῦ ἀπαγχονισμοῦ, ὅπως εὐλογοῦμε ἱερατικῶς τὰ ἄμφια καὶ τὰ φοροῦμε, καὶ γύρισε μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ ἀρχοντιὰ καὶ εἶπε στὸν δήμιο: «Ἐκτέλεσον τὴν ἐντολὴν τοῦ ἀπηνοῦς κυρίου σου». Μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὴν σύνεσή του, μὲ τὴν φρόνησή του, μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ πολλά. Προπάντων, μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ πολλὰ μ’ αὐτὴν τὴν ρωμαίικη ἀρχοντιά, ἡ ὁποία τὸν διακατεῖχε. Nὰ μᾶς πεῖ καὶ νὰ μᾶς διδάξει πῶς κι ἐμεῖς σήμερα, μπροστὰ στὸ τεράστιο ἐθνικὸ πρόβλημα, μπροστὰ στὴν τεράστια ἐθνικὴ δυσκολία, πῶς νὰ σταθοῦμε συνετοί, φρόνιμοι, ἄνθρωποι ποὺ νὰ ξέρουμε πῶς νὰ πολεμοῦμε καὶ ποῦ νὰ πολεμοῦμε. Καὶ νὰ μάθουμε, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ μὴ φοβόμαστε καὶ νὰ μὴ δειλιάζουμε, ἀλλὰ οὔτε κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ εἴμαστε συνθηματολόγοι καὶ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τρέχουμε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπερισκέπτως, δημιουργοῦντες προβλήματα στὸν τόπο μας καὶ στὴν πορεία μας.

Subscribe to Email