Τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων

τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Πράξ. κ΄ 16-18, 28-36)

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴνἜφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γὰρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

 

 

Μετάφραση

Εκεῖνες τίς μέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νά παρακάμψει την Ἔφεσο, για να μήν χρονοτριβήσει στην ἐπαρχία τῆς Ἀσίας· βιαζόταν να εἶναι στα Ἱεροσόλυμα, ἄν τοῦ ἦταν δυνατό, την ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπό τή Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε στην Ἔφεσο καί κάλεσε τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν ἦρθαν καί τόν συνάντησαν τούς εἶπε: «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε πώς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλον τόν καιρό, ἀπό τήν πρώτη μέρα πού πάτησα τό πόδι μου στην ἐπαρχία τῆς Ἀσίας. Προσέχετε, λοιπόν, τον ἑαυτό σας και ὅλο τό ποίμνιο, στο ὁποῖο το Πνεῦμα το Ἅγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους για νά ποιμαίνετε την ἐκκλησία τοῦ Κυρίου και Θεοῦ, πού την ἔκανε δική του με το αἷμα του. Ἐγώ τό ξέρω ὅτι μετά την ἀναχώρησή μου θα εἰσβάλουν σ΄ἐσᾶς λύκοι ἄγριοι, πού δε θα λυπηθοῦν τό ποίμνιο. Ἀκόμα και ἀπό ἀνάμεσά σας θα βγοῦν πρόσωπα πού θά διδάσκουν πλάνες για νά παρασύρουν τούς πιστούς με τό μέρος τους. Γι΄ αὐτό να ἀγρυπνεῖτε, και νά θυμάστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δεν ἔπαψα νύχτα καί μέρα να νουθετῶ μέ δάκρυα τόν καθένα σας. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στό Θεό και στό κήρυγμα πού σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτός μπορεῖ να σᾶς κάνει ὥριμους στήν πίστη και να σᾶς δώσει την ἐπουράνια ζωή μαζί με ὅλους ὅσοι εἶναι δικοί του. Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἱματισμό ἀπό κανέναν δέ ζήτησα. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι για τις ἀνάγκες τίς δικές μου και τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτά ἐδῶ τά χέρια. Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὅτι πρέπει να ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, για να μπορεῖτε να βοηθᾶτε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη. Νά θυμάστε τά λόγια του Κυρίου μας Ἰησοῦ, πού εἶπε: καλύτερο εἶναι νά δίνεις παρά νά παίρνεις». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, γονάτισε αὐτός κι ὅλοι ἐκεῖνοι και προσευχήθη.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ἰωάν., ιζ΄ 1-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι  ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὂτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.

 

 

Μετάφραση

Εκεῖνο τόν καιρό, σήκωσε ὁ Ἰησοῦς τά μάτια του στον οὐρανό και εἶπε: «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τή δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱός σου νά φανερώσει τή δική σου δόξα. Ἐσύ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σε ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτός θά δώσει την αἰώνια ζωή σε ὅλους αὐτούς πού τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Και νά ποιά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Ν΄ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τόν μόνο ἀληθινό Θεό, καθώς κι ἐκεῖνον πού ἔστειλες, τον Ἰησοῦ Χριστό. Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα σου πάνω στη γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα το ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασε μέ κοντά σ΄ἐσένα με τή δόξα πού εἶχα κοντά σου προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος. Ἐγώ σε ἔκανα γνωστό στους ἀνθρώπους πού τους πῆρες μέσα ἀπό τόν κόσμο καίμοῦ τούς ἐμπιστεύτηκες. Ἀνήκουν σ΄ἐσένα, κι ἐσύ τούς ἔδωσες σ΄ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τό λόγο σου. Αὐτοί τώρα ξέρουν πώς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπό σένα· γιατί τίς διδαχές πού μοῦ ἔδωσες, ἐγώ τις ἔδωσα σ΄αὐτούς, κι αὐτοί τίς δέχτηκαν και ἀναγνώρισαν πώς πραγματικά ἀπό σένα προέρχομαι, καί πίστεψαν πώς ἐσύ με ἔστειλες στόν κόσμο. Ἐγώ γι΄ αὐτούς παρακαλῶ. Δεν παρακαλῶ για τόν κόσμο ἀλλά γι΄ αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες, γιατί ἀνήκουν σ΄ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καί δικά σου, και τά δικά σου εἶναι καί δικά μου, και δι΄ αὐτῶν θα φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δεν εἶμαι πιά μέσα στόν κόσμο· ἐνῶ αὐτοί μένουν μέσα στόν κόσμο, κι ἐγώ ἔρχομαι σ΄ ἐσένα. Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στήν πίστη με τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες, για νά μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στόν κόσμο, ἐγώ τούς διατηροῦσα στήν πίστη με τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τούς φύλαξα, καί κανένας ἀπ΄ αὐτούς δέ χάθηκε, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, για να ἐκπληρωθοῦν τά λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγώ ἔρχομαι σ΄ἐσένα, και τά λέω αὐτά ὅσο εἶμαι ἀκόμα στόν κόσμο, ὥστε να ἔχουν τή δική μου τή χαρά μέσα τους σ ΄ὅλη τήν πληρότητά της».

Subscribe to Email