Γεννήθηκε σ' ένα ορεινό χωριό Σήκαρι των Χανίων. Οι γονείς του απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Σε ηλικία 13 ετών, εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα και τον μετέφεραν στο νησί Σπιναλόγκα.

Όταν έγινε 16 ετών έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο και μετά στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο Άγιος Άνθιμος. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο.

Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις. Ο Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν». Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων.

Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Παρ' όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος.

Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του.

Κοιμήθηκε σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964 μ.Χ. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν.

 

Subscribe to Email