Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Επειδή ήταν κοντός και λεπτός, όλοι οι Αγιαννανίτες πατέρες τον ήξεραν ως «Ιακωβάκι». Τον συναντούσες στα καλντερίμια φτωχοντυμένο και ασκεπή, στις αυλές των Καλυβών να σκουπίζει ή να κουβαλά ξύλα και μ’ ένα κονσερβοκούτι να παίρνει λίγο φαί. Γύρω από το Κυριακό της Αγίας Άννης τον έβρισκες συχνά να διακονεί σε ότι μπορούσε τον εκάστοτε Δίκαιο. Δεν είχε χτένα, κάλτσες, σκουφί, ζώνη και ντορβά. Τελείως ακτήμων. Πάντοτε φτωχός. Όταν δεν του έδιναν καμία σημασία, δεν στενοχωριόταν καθόλου. Όταν τον απέρριπταν δεν έδειχνε καμία διαμαρτυρία και μάλιστα χαμογελούσε άκακα. Μία φορά μόνον τον συνάντησα από μακριά δίχως να μιλήσουμε.
Μερικοί τον θεωρούσαν αρκετά ολιγόμυαλο και ανόητο, ακόμη και δαιμονισμένο. Άλλοι τον είχαν για διά Χριστόν σαλό. Ο Γέροντάς μας, Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, έλεγε πως και οι διά Χριστόν σαλοί είχαν μία δόση τρέλλας. Παρά τα γηρατειά του, την αλουσία του, τις δοκιμασίες, τις ταλαιπωρίες και τους κατατρεγμούς, είχε στο πρόσωπό του μία ιλαρή φωτεινότητα, μία παιδική αθωότητα, μία συγκινητική γλυκύτητα που σε προβλημάτιζε και δεν σε άφηνε να κάνεις πρόχειρες κι επιπόλαιες σκέψεις. Μερικές φορές οι ακροατές του θαύμαζαν, γιατί μέσα από τ’ ασυνάρτητα λόγια του άκουγες και σοφά και αποκαλυπτικά λόγια. Σε μια Καλύβη που του έδωσαν φακή στο ντενεκάκι του, φεύγοντας μονολογούσε, πως τα ψάρια δεν είναι γι’ αυτόν. Πράγματι στην Καλύβη θα γευμάτιζαν με ψάρια.
Λίγες ημέρες πριν κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου ο Γέροντας Παύλος († 1987), της Καλύβης του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, τον έκειρε μεγαλόσχημο. Έπιστρέφοντας από την αλλαγή του Δικαιάτου, στις 8.5.1982, τον βρήκαν στη θέση του, εκεί που έμενε τελευταία, με τα χέρια σταυρωμένα, νεκρό. Είχε κάνει δόκιμος στην Καλύβη των Αρχαγγέλων, στην Ανάσταση του Κυρίου στη Μικρά Αγία Άννα και είχε καρεί μοναχός στην Καλύβη της Γεννήσεως του Χριστού του Γέροντος Ιωσήφ του Λεσβίου († 1957) του σπουδαίου ιεροψάλτου.