π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Η εποχή μας, πέρα από τα όποια αρνητικά της, έχει προβάλει και αναδείξει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ιδιαίτερες ικανότητες, τη διαφορετικότητα του προσώπου, όπως και την αναγκαιότητα να έχουν όλοι οι άνθρωποι, ό,τι και να είναι, όπως και να συμπεριφέρονται, «μια θέση κάτω από τον ήλιο».
Νομίζω πως η τραγικότητα για την Εκκλησία βρίσκεται στο ότι παρουσιάζεται αντίθετη και αντιδραστική, στα μάτια του κόσμου. Φαίνεται ως να διαφωνεί με τη διαφορετικότητα, ως να θέλει να βάλει όλους στην ίδια συμπεριφορά. Η αντίληψη αυτή, βέβαια, πηγάζει από τα όσα προβάλλονται από ανθρώπους που αγνοούν την πίστη των Πατέρων μας, την Ορθόδοξη Παράδοσή μας και το πνεύμα της Αγίας Γραφής.
Στην Αποκάλυψη (κεφ. 2, στ.17) αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης το λόγο του αγίου Πνεύματος: «όποιος νικήσει, θα του δώσω από το κρυμμένο μάννα. Θα του δώσω και μια άσπρη ψηφίδα, μ’ ένα καινούργιο όνομα, γραμμένο πάνω της, που δε θα το ξέρει κανένας άλλος εκτός από απ’ αυτόν που θα την πάρει».
Ερμηνεύοντας τον πιο πάνω λόγο, ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, στο σημαντικό για την εποχή μας βιβλίο του “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί”, θα πει: «Η φύση ουδέποτε επαναλαμβάνεται επακριβώς. Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχουν απολύτως ταυτόσημες επαναλήψεις στο είναι των λογικών υπάρξεων. Η καρδιά κάθε ανθρώπου πλάσθηκε από τον Θεό «κατά μόνας» (Ψαλμ. Λβ΄15). Είναι η καρδιά ενός συγκεκριμένου προσώπου – υποστάσεως, και επομένως είναι ανεπανάληπτη. Στην έσχατη τελείωσή της κάθε υπόσταση θα λάβει το οριστικό για όλη την αιωνιότητα όνομα, γνωστό μόνο στον Θεό και στον άνθρωπο εκείνον που θα φέρει το όνομα αυτό (βλ. Αποκ. β΄17). Γι’ αυτό, και μολονότι η ζωή όλων των σεσωσμένων θα είναι μία, όπως Μία είναι η Βασιλεία της Αγίας Τριάδος (βλ. Ιών. Ιζ΄11, 21-22), η υποστατική αρχή θα παραμείνει στον καθένα αναλλοίωτη»[1].
Ο κάθε άνθρωπος, ως μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα, έχει τον δικό του τρόπο ζωής, τη δική του πορεία, πράγμα που τον καθιστά απρόσιτο και άγνωστο. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια μαζοποίησής του καταντά βεβήλωση του προσώπου, μέγα αμάρτημα κατά του Δημιουργού που θέλησε έτσι να είναι ο κάθε άνθρωπος.
Η Εκκλησία του Χριστού όχι μόνο δεν είναι ενάντια στη διαφορετικότητα του προσώπου αλλά και την ενθαρρύνει. Η σύγχρονη κουλτούρα που θέλει να εντάξει σε ομάδες ανθρώπους που φαίνονται να έχουν τις ίδιες συμπεριφορές, αρνείται το πρόσωπο και το μαζοποιεί. Η Εκκλησία καλείται να αντιδράσει προβάλλοντας τη διδασκαλία της περί διαφορετικότητας και μοναδικότητας του προσώπου, όπως φαίνεται από τη ζωή της 20 αιώνων.
Είναι γι’ αυτό το λόγο που ο επίσκοπος ή ο πνευματικός πατέρας ή ο εξομολόγος ιερέας έχουν τη δυνατότητα από τους ιερούς κανόνες «να προσφέρουσιν αρμοδίαν την ιατρείαν εις την ασθένειαν του αμαρτωλού»[2], δηλαδή να δώσουν τα κατάλληλα για την κάθε περίπτωση πνευματικά φάρμακα, ώστε να επιτευχθεί η σωτηρία. Η πρακτική αυτή, να αντιμετωπίζεται ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, είναι γνωστή ανέκαθεν και δεν είναι νεωτερισμός.
Ο Χριστός και η Εκκλησία Του, που είναι ο «ίδιος παρατεινόμενος εις τους αιώνας», μας προσφέρουν τη μεγάλη αξία της ιδιαιτερότητας του προσώπου μας και τη μοναδικότητά του, ώστε, χωρίς απομόνωση και χωρίς μαζοποίηση, να πορευτούμε από το νυν στο αεί, δεχόμενοι από το Χριστό, εν τη εσχάτη ημέρα, το «καινόν όνομα».
[1] Σελ.133
[2] Πηδάλιον, Ερμηνεία στον κανόνα 102, Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου