π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Αν η συκοφαντία ενός προσώπου αποτελεί ανήθικη συμπεριφορά, αφού αλλοιώνει την εικόνα του στους άλλους και τους επηρεάζει αρνητικά, η συκοφαντία του Θεού επηρεάζει τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό, αφού Τον αρνούνται ή τον πιστεύουν λανθασμένα.
Μια από τις σημαντικές συκοφαντίες που εκτόξευσε ο διάβολος κατά του Θεού είναι να Τον παρουσιάσει ως σκληρό, τιμωρό και καταπιεστικό. Με αφορμή, βέβαια, την παιδαγωγική στάση έναντι των Εβραίων, κατά την Παλαιά Διαθήκη, όπου, ως πατέρας φαίνεται να θυμώνει μαζί τους και να τους τιμωρεί για τις ατασθαλίες κι απιστίες τους.
Όσοι εντρυφούν θεολογικά στην Αγία Γραφή εύκολα διαπιστώνουν τη σταδιακή αποκάλυψη του Θεού προ Χριστού και την ξεκάθαρη πλέον φανέρωση του προσώπου Του με τον ερχομό του Υιού Του και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Η σφαιρική κι όχι η αποσπασματική θεώρηση της Αγίας Γραφής μπορεί να μας γνωρίσει την Αλήθεια για το Θεό. Έτσι την ερμήνευαν οι Άγιοι Πατέρες γι’ αυτό και την ερμήνευαν απλανώς φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα.
Το Ευαγγέλιο που διαβάζεται στις Εκκλησίες την Κυριακή πριν από τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου ανατρέπει τις όποιες λανθασμένες αντιλήψεις περί Θεού τιμωρού και απάνθρωπου. Προέρχεται από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και, μεταξύ άλλων, μας λέει ότι «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια. Γιατί ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού (Ιω. 3, 16-17).
Έχουμε ένα Θεό που η αγάπη Του δεν έχει όρια, που δεν έχει προϋποθέσεις, που δεν έχει τη δική μας λογική. Κι ακόμα, η αγάπη Του είναι θυσιαστική κι όχι των λόγων. Ο δικός μας Θεός δεν απαιτεί, δεν τιμωρεί, δεν κρίνει. Μόνο δίνει, αγαπά, σώζει.
Ακόμα, οι όποιες δοκιμασίες και ταλαιπωρίες που μας συμβαίνουν δεν προέρχονται από Αυτόν, αλλά είναι συνέπειες της αμαρτίας - του λανθασμένου δηλαδή τρόπου ζωής - που εισήλθε στον κόσμο από τους προπάτορές μας, κάνοντας χρήση της ελευθερίας τους που πήραν ως δώρο από το Δημιουργό τους. Παρόλα αυτά, συμπαρίσταται και συμπορεύεται, αφού και ο Υιός Του ο μονογενής δέχτηκε τις συνέπειες κι ας μην αμάρτησε.
Να γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για Θεό τιμωρό, εκδικητικό, αυστηρό. Κι όμως τόσος κόσμος ταλαιπωρείται μ’ αυτές τις αιρετικές ιδέες που κάποιοι κατηχητές ή δάσκαλοι του εμφυτεύσαν παιδιόθεν. Αν ως παιδιά δεν μπορούσαμε να τις απορρίψουμε και να δεχτούμε το όντως Ορθόδοξο, τώρα δικαιολογία δεν υπάρχει.
Βέβαια, η αγάπη του Θεού κατανοείται στο σημείο που τη βιώνουμε προσωπικά. Όποιος έζησε στην καρδιά του την αγάπη, τη στοργή και την καταδεχτικότητα Του, κυρίως μέσα στη θλίψη, τη δοκιμασία, αλλά και την αμαρτωλότητά του, εκείνος μπορεί να βεβαιώσει πως όντως «ο Θεός αγάπη εστί» και πως η αντίληψη πως τιμωρεί και οργίζεται εναντίον μας είναι συκοφαντία.