Γέροντος Γαβριήλ (Προηγουμένου Ι.Μ. Αποστόλου Βαρνάβα)

Δύο τομεῖς προσφορᾶς πρὸς τὸν πλησίον ἀποτελοῦσαν ἀνέκαθεν τὴν πυξίδα τῆς ζωῆς μου· ἡ ἱεραποστολὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία.

Ὁ πόνος τῶν γύρω μου ἦταν καὶ δικός μου πόνος, ἡ θλίψη τους γινόταν δάκρυ μου, ὁ στεναγμός τους δίστομη ρομφαία, ποὺ ἔσχιζε τὰ σωθικά μου καὶ τὸ σκοτάδι τους λίθος βαρύτατος, ποὺ πλάκωνε τὴν ψυχή μου.

Ἔβλεπα μπροστά μου τὸ Χριστό μας γυμνό, πεινασμένο, διψασμένο, στὴ φυλακή, στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ δὲν ἤθελα νὰ ἀκούσω πικραμένη τὴ φωνή Του νὰ μοῦ λέει: «Ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με» (Ματθ. κε΄ 42-43).

Τὸν ἔβλεπα ἐπίσης νὰ μὲ παροτρύνει νὰ μαθητεύσω «πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19) καὶ νὰ μοῦ δείχνει τοὺς ἀγρούς, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ θερισμό, λέγοντάς μου νὰ σηκώσω τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ νὰ δῶ τὶς χῶρες ὥριμες, «ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ΄ 35).

Καὶ τοῦτο γιατὶ αὐτὸς ποὺ θερίζει στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ ἑλκύει στὴ σωτηρία ἀθάνατες ψυχὲς καὶ συναθροίζει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Subscribe to Email