Νεκτάριου Στελλάκη

Μετά ἀπό ἕνα σημεῖο δέν μπορεῖς παρά νά προχωρήσεις μόνος. Ὄχι γυμνός, ὅπως γεννήθηκες… Χωρίς σάρκα. Περπατᾶς ἤ πετᾶς; Πᾶς πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω; Εἶναι φωτεινά ἤ σκοτεινά; Τί εἶναι πιό δυνατό ἡ μνήμη τοῦ πίσω ἤ τό δέος τοῦ μπροστά; Ἡ σάρκα σου παγώνει… Ἡ ψυχή σου ἄραγε;

Κύριε… Φοβᾶμαι… Φοβᾶμαι τόσο πού ἐπιθυμῶ νά πεθάνω κυριολεκτικά, νά σβήσω, νά ἐπιστρέψω στό «μή ὄν».  Ἄραγε ἡ ἀγάπη πού βίωσα κι ἔδειξα στήν ἐπίγεια ζωή μου ἦταν τόση πού θά μέ θυμᾶσαι;  Ἤ θά πλανιέμαι μόνος στό λαβύρινθο τῆς ἐνοχῆς; «Θά» τί μικρή λέξη γιά τήν αἰωνιότητα…

Παιδί μου,

Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει περίπτωση νά βγεῖς ἀπό τήν ἀγκαλιά μου, ὅτι μπορεῖς νά περιπλανηθεῖς πέρα ἀπό τό βλέμμα μου τό στοργικό;… Ποιός σέ δίδαξε πώς σέ περιμένω ὡς κατσούφης δικαστής; Δέν ἄκουσες ποτέ γιά τό ἀπολωλός πρόβατο ἐσύ; Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δέ ράγισε οὔτε στό ἐλάχιστο τήν ταφόπλακα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ σου; Ἡ Ἀνάστασή μου δέν σοῦ φώτισε τήν ὄντως Ζωή,  ζωή δίπλα μου ὡς ἀδελφοῦ μου καί φίλου ἀγαπημένου; Τόσες φορές μέ φώναξες «Πατέρα», δέ τό ’νοιωσες ποτέ; Τόσες φορές ψέλλισες τό «Κύριε», δέ γεύτηκες οὔτε λίγη ἀπό τήν Ἀγάπη μου;

Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη...

Subscribe to Email